Το«ΟΧΙ» προς οιονδήποτε ετόλμησε να προβάλει καταλύτης της Ελληνικής Ελευθερίας!”
Το ΟΧΙ του ’40 δια στόµατος του πρωθυπουργού Ιωαν. Μεταξά, ειπώθηκε στους θρασείς νυχτοκλέφτες που τόλµησαν να µπουν στην Ελλάδα, για να την βεβηλώσουν, εορτάζουµε σήµερα. Κατά βάθος τιµάµε ολόκληρη την Ελληνική µας Ιστορία, την οποία η ίδια υπερήφανη άρνηση χαρακτηρίζει στην πορεία της τριάντα αιώνες.
Το «ΟΧΙ» προς την υποταγή και τη δουλεία, το «ΟΧΙ» προς τη βία και τη βαρβαρότητα. – Το «ΟΧΙ» προς οιονδήποτε ετόλµησε να προβάλει καταλύτης της Ελληνικής Ελευθερίας.
Σ’ αυτό το σταυροδρόµι τριών ηπείρων, όπου µας έταξε η µοίρα, ο ρόλος µας στάθηκε πάντοτε ο ίδιος: Να προασπίσουµε µε το αίµα, και τη ζωή µας, ό,τι δίνει περιεχόµενο και νόηµα στη ζωή – ό,τι κάνει πράγµατι άνθρωπο τον ανθρώπο.
Αυτό υπήρξε απ’ αρχής το χρέος µας. Αυτό εξεπλήρωσαν οι Τριακόσιοι στις Θερµοπύλες, όταν είπαν το πρώτο υπερήφανο «ΟΧΙ». Και στο Μαραθώνα και στη Σαλαµίνα και στις Πλαταιές.
Αργότερα, επί χίλια χρόνια το «ΟΧΙ» των Βυζαντινών εκράτησε ζωντανό τον ανθρωπισµό, όταν σκοτάδια και βούρκος κάλυπταν την τότε Ευρώπη. Χρειάσθηκε να πάρουν εχθρική στάση µέχρι τέλους σε όλους τους δαίµονες της γης, όσους µε λύσσα εξέβραζε Ανατολή και ∆ύση εναντίον τους. Λογγοβόρδοι, Σλάβοι και Άβαροι, Πέρσες και Άραβες, Βούλγαροι και Ρώσοι, Τούρκοι, Φράγκοι και Νορµανδοί. Ενετοί και Γενουήνοι – όλοι, αλληλοδιαδόχως ή µαζί, σ’ αυτή την άρνηση προς υποταγή συνετρίβησαν κατά τις χωρίς τέλος επιθέσεις τους. Και όταν δέκα αιώνες φθορά ελύγισε επιτέλους το Βυζάντιο, είχαν τόσο εξασθενήσει οι δυνάµεις των Βαρβάρων, χάρις στο Ελληνικό «ΟΧΙ» ώστε να διατηρήσει την ανεξαρτησία της η ∆ύση. Και να διαφυλαχθούν τα σπέρµατα του Ελληνικού Πολιτισµού, όσο ήταν ικανή να δανεισθεί για να θεµελιώσει απ’ αυτά τον µεταγενέστερο πολιτισµό της.
Επί τέσσερις αιώνες δουλείας, αναρίθµητες µικρές και µεγάλες εξεγέρσεις των σκλαβωµένων φανέρωναν την ανένδοτη συνέχιση της άρνησης, όπως αποδεχθούν οι Έλληνες οριστική υποταγή.
Και το 1821 η δόξα και ο θρίαµβος του Αγώνα, µας το βροντοφώναξαν ακόµα µια φορά στην Οικουµένη, ως τη γνησιότερη φωνή της φυλής µας.
Λησµονήθηκε το δίδαγµα; Τούτο τουλάχιστον έδειξαν οι ηγέτες των δύο µεγάλων ευρωπαιϊκών αυτοκρατοριών, όταν µε τη σειρά τους επιτέθηκαν κατά της µικρής αυτής γης των ελεύθερων.
28 Οκτωβρίου 1940. Ο Πρεσβευτής του Μουσολίνι δίνει το ιταλικό τελεσίγραφο. «ΟΧΙ» η ελληνική απάντηση, σε οκτώ εκατοµµύρια λόγχες, όπως διατυπµάνιζε ο απίθανος εχθρός και σε όλα τα µηχανικά µέσα σύγχρονου πολέµου, στις µυριάδες των τεθωρακισµένων και των τανκς.
Και στις χιλιάδες των αεροπλάνων, τα οποία απειλούσαν να καλύψουν τον ουρανό και να σκεπάσουν τον ήλιο.
Αλλά οι Έλληνες είχαν ήδη απαντήσει στην πρόσκληση εικοσιτέσσερες αιώνες νωρίτερα «τόσο το καλύτερο! Θα πολεµήσουµε υπό σκιάν!»…
Εντός του Νοεµβρίου, οι «Αλπίνι» και η «Τζούλια» και οι «Λύκοι της Τοσκάνης» και όσοι άλλοι κάλυπταν την πολιτιστική του ρυπαρότητα µε τίτλους µελοδραµατικούς έχουν ήδη συντριβεί.
Στις 22 Νοεµβρίου, οι ελευθερωτές εισέρχονται στην Κορυτσά. Στις 8 ∆εκεµβρίου σηµαίνουν ανάσταση οι καµπάνες των Ελληνικών Εκκλησιών του Αργυροκάστρου. Στις 22 αναπνέει ελεύθερη η Χειµάρρα, στις 10 Ιανουαρίου η Κλεισούρα.
Ειπώθηκε από ανόητους – και υποστηρίζεται ακόµα και σήµερα, από «Ιστορικούς» των καφενείων – ότι δεν πολέµησαν οι Ιταλοί, ότι «το έβαζαν στα πόδια», ότι µόνο από µακριά αντίκρυζαν τους πολεµιστές µας.
Τρεις χιλιάδες εξακόσιοι ήσαν οι πεσόντες, τραυµατίες και αγνοούµενοι του εχθρού, µόνο στην «εαρινή επίθεσή» του σε ένα µόνο τοµέα του µετώπου, σε διάστηµα µόνο 14 ηµερών – όσο εκράτησε η αποτυχηµένη επίθεση παρά την πολύµηνη προετοιµασία και την καθοδήγησή της από το Μουσολίνι προσωπικά.
Και εκεί, στο θρυλικό ύψωµα 731 ανεγέρθει αργότερα το µέγα µνηµείο της πολεµικής τους αρετής. Γιατί αληθινά επολέµησαν εναντίον Ελλήνων φτωχών, λίγων, σχεδόν άοπλων, χωρίς παπούτσια και συχνά νηστικών. Αλλά – Ελλήνων…
Μόνο αυτό δεν είχε συλλάβει έγκαιρα η ηγεσία τους – µολονότι τριάντα αιώνες έπρεπε να τους είχαν διδάξει το νόηµα του «ΟΧΙ» του Ελληνικού.
Αυτό το ΟΧΙ τιµάµε σήµερα. Πανηγυρική και ιερή λατρευτική εκδήλωση της ωραιότερης έκφρασης αποτελεί η σηµερινή εθνική µας εορτή. Ίσως το φως του, η λάµψη του, σκοτίσει την ψυχρή καθηµερινή λογική µας. Τόσο το καλύτερο!
Γιατί θα συναισθανθούµε τότε πληρέστερα, τι σηµαίνει να είµαστε Έλληνες. Και σ’ αυτές τις κρίσιµες της Εθνικής και της ανθρώπινης ιστορίας, θα γιγαντωθεί εντός µας ακόµα µια φορά, η θέληση:
Να µείνουµε Έλληνες!
Ζήτω οι ήρωες του ’40!
Ζήτω το έθνος!
Υ.Γ. Το αφιερώνω στον αδελφό του πατέρα µου Κανέλο Τζεραβίνη που σκοτώθηκε τον ∆εκέµβριο του 1940 στη Χειµάρρα.