«Καμπανάκι» χτυπά έρευνα της ΔιαΝΕΟσις για τη φτώχεια και την οικονομική ανισότητα στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας περίπου 700.000 άτομα, που πριν από την κρίση ανήκαν στη μεσαία τάξη, πλέον είναι αντιμέτωποι με τη φτώχεια, ως απόρροια της εισοδηματικής ανισότητας.
Όπως αναφέρει η διαΝΕΟσις, στην Ελλάδα, η εισοδηματική ανισότητα σταδιακά μειωνόταν από το σχετικά υψηλό επίπεδο πριν από το 1980, με την τάση απομείωσης ουσιαστικά να διακόπτει η κρίση, καθώς από το 2009 η εισοδηματική ανισότητα αυξάνεται. Ωστόσο, η παρατηρούμενη αύξηση είναι μικρότερη του αναμενόμενου (με βάση τη σημαντική μείωση του κατά κεφαλήν εισοδήματος), γεγονός που παρουσιάζει ενδιαφέρον λόγω του μεγέθους της κρίσης.
Το Διάγραμμα 3 απεικονίζει το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού κατά την περίοδο 2007-2016. Η αύξηση του ποσοστού είναι της τάξης των 8 ποσοστιαίων μονάδων, η οποία πρακτικά σημαίνει αυξημένο κίνδυνο φτωχοποίησης ή αποκλεισμού ενός πολύ σημαντικού πληθυσμιακού ποσοστού (περίπου 700.000 ατόμων), το οποίο στην περίοδο πριν την κρίση λογιζόταν ως μεσαία τάξη. Μάλιστα, όπως φαίνεται στο ίδιο διάγραμμα, η αύξηση αυτή είναι εφάμιλλη για άνδρες και γυναίκες.
Ακόμα πιο εντυπωσιακά είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν όταν εξετάζεται το ποσοστό ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού ανά ηλικιακή ομάδα. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 4, η μόνη ηλικιακή ομάδα για την οποία δεν παρατηρείται αύξηση είναι αυτή των 55 ετών και άνω, που κυρίως περιλαμβάνει συνταξιούχους. Αντίθετα, αυξάνεται τόσο ο κίνδυνος παιδικής φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, όσο και ο αντίστοιχος κίνδυνος για τις παραγωγικές ηλικίες.
Τεράστια είναι η αύξηση του κινδύνου για τους νέους 16-24 ετών.
Συμπερασματικά, η διαΝΕΟσις επισημαίνει ότι «μπορούμε με αρκετή επιστημονική τεκμηρίωση να συμπεράνουμε ότι η κρίση οδήγησε σε σημαντική αύξηση του κινδύνου φτωχοποίησης ή αποκλεισμού μέρους της μεσαίας τάξης. Ο βασικός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι η αύξηση της ανεργίας ειδικά στις νεότερες ηλικίες και πάντως όχι σε ηλικίες μεγαλύτερες των 55 ετών».
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην ελληνική οικονομία, η μείωση της ανισότητας περνάει μέσα από τρεις σημαντικούς παράγοντες. Πρώτο, τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας με μοναδικό κανονιστικό πλαίσιο αυτό της μείωσης της σκιώδους οικονομίας και την απόδοση της φορολογίας. Δεύτερο, την απελευθέρωση και εύρυθμη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος. Τρίτο, την παροχή ποιοτικής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και τη σύνδεσή της με την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, αναφέρει η διαΝΕΟσις.