«Έλα ρε, πόσις γκόμινις είπις πως έχ’ς, ουχτώ;» – «Ναι, ουχτώ». – «Να τις χιλιάις!» – «Όχι ρε. Μι φτάνουν. Είνι και τα γηράματα. Δε θέλου άλλις. Δε μ’ λες κανά καλό μαγαζί με σουβλάκια μήπους ξερ’ς;» – «Α, δε θες άλλις! Καλά. Για τα σουβλάκια κάτι θα βρω, θα σε βουλέψω, φίλους είσι. Α ρε, δε μ’ λες κι συ, (μέσα του: όχι πως μι νοιάζει, στα τέτοια μου δηλαδή, αλλά αφού είπαμε τα καθαρά υπηρεσιακά, για γκόμινις, για τα σουβλάκια), μήπους ξερ’ς πού είνι η αμαξουστοιχία τάδε;» – «Έφυγι απού δω, κι τώρα πρέπει να φτάνει στους Νέους Πόρους». – «Ε, καλά (μέσα του: και στου Παλέρμου της Σικελίας να μου ’λεγες πως φτάνει, για μένα του ίδιου είνι)».
Αυτός ήταν πάνω – κάτω ο ευγενής διάλογος που διημείφθη μεταξύ των δύο σταθμαρχών, ελάχιστα πριν από το ιστορικό πια «τράκο». Και γινόταν εις ευήκοον όλης της σιδηροδρομικής τροχιάς Θεσσαλίας – Μακεδονίας, και πέραν τούτων. Και, φυσικά, όχι μόνο στη συγκεκριμένη ώρα και ημέρα, αλλά σ’ όλες τις ώρες και καθημέραν.
Ωστόσο (κι εδώ κολλάει το «γαμώτο μας!»), δε βρέθηκε ένας χριστιανός (ένας επόπτης, ένας επιθεωρητής, ένας ανώτερος, μεσαίος, κατώτερος, ένας καφετζής της γραμμής, ένας οποιοσδήποτε, τέλος πάντων) να τους πει πως αυτού του είδους οι διάλογοι σε ώρες και χώρους υπηρεσίας απαγορεύονται αυστηρώς, ρητώς και διά ροπάλου. Είναι κι αυτή μια από τις ελληνικές αμετακίνητες διαχρονικότητες, δηλ. η προσωπική μας ατολμία κι άρνηση γενναίας παρέμβασης στα κακώς κείμενα που χορεύουν ακατάπαυστα μπροστά στα μάτια μας. Έτσι, κι αυτοί – μονίμως εκτός κλίματος κι ανεκπαίδευτοι – ήταν μαθημένοι πως το γραφείο υπηρεσίας ήταν η προέκταση της ταβέρνας και τανάπαλιν. Με αφορμή την τραγωδία με τους 57 νεκρούς, βγαίνουν βρομιές που σε κάνουν να ντρέπεσαι. Σε κάνουν να κοκκινίζεις που είσαι Έλληνας.
Όπως και να το δεις, πάντως, η αλήθεια είναι πως υπάρχουν δύο Ελλάδες.
Η μια είναι η σύγχρονη Ελλάδα. Είναι αυτή που μετέχει του δυτικού προτύπου, που εξελίσσεται, βάζει όρους δράσης και στόχους, γεννά ιδέες, παράγει έργο, και διαλέγεται σταθερά με το μέλλον. Κι αυτοί είναι πολλοί. Υπάρχουν στις κοινότητές μας, στα σόγια μας, στις γειτονιές μας, στις συντροφιές μας. Είμαστ’ εμείς, με μια κουβέντα. Ακόμα και στις μαύρες μέρες που διανύουμε, την είδαμε ολοσώματη τούτη την Ελλάδα στο ύφος και στο απίστευτο ήθος χαροκαμένων μανάδων και πατεράδων νεκρών εφήβων των Τεμπών, όπως η μάνα από τα Τρίκαλα, ο ιερέας από την πολυφίλητη Κύπρο μας, ο γιατρός, «κολλητός» του Ηλία της παρέας μας, και πλήθος άλλων υπέροχων μορφών.
Και υπάρχει και η άλλη Ελλάδα. Είναι αυτή του σταθμάρχη. Είναι αυτοί που σε όλο το μήκος και σε όλο το πλάτος της παροχής υπηρεσιών (απλοί υπάλληλοι, αξιωματούχοι, υφιστάμενοι, προϊστάμενοι, διευθυντάδες, κι αφεντάδες) ζουν στον κόσμο τους. Παντελώς έξω από το πλαίσιο «ευθύνη, καθήκον, προσφορά». Μπορεί να το δει κανείς σε όλους τους τομείς: στα τρένα, στα λεωφορεία, στην Παιδεία, στην Υγεία, στις αστυνομίες, στις εφορείες, στις εισαγγελίες, παντού. Κι αυτοί πάλι είναι πολλοί. Κι είναι κι αυτοί δίπλα μας, παραδίπλα μας κι ανάμεσά μας . Είμαστ’ εμείς, με μια κουβέντα.
Η συνέχεια του κειμένου προκύπτει από μόνη της. Κάποια στιγμή πρέπει η πρώτη να βγει μπροστά απ’ τη δεύτερη Ελλάδα. Δεν πάει άλλο! Πρέπει η μια να βγει κόντρα στην άλλη Ελλάδα. Μεθαύριο θα ξημερώσει μια ακόμη εορτάσιμη του ελληνικού Μάρτη. Και πάλι θα τραφεί η εθνική συνείδηση. Και σωστά. Η Αλαμάνα και τα Δερβενάκια, κι ο Θοδωρής και η Δέσπω κι ο Φλέσσας κι η Μαντώ κι ο μπουρλοτιέρης κι όλο το πάνθεον του ’21 είναι για μας η Βίβλος Γενέσεως. Αλλά δε φτάνει μόνον η εθνική συνείδηση. Μαζί της είναι απαραίτητη και η κοινωνική συνείδηση. Και η ατομική συνείδηση. Και η εργασιακή συνείδηση. Και, σκέτα – νέτα: η συνείδηση. Αλλιώς, θα το θυμόμαστε συχνά το παλιό καλό ανάγνωσμα: «η μάνα σφίγγει το παιδί βαθιά στην αγκαλιά της / γιατί είναι χρόνοι δίσεχτοι και τρέμει μην το χάσει».