Άκουσα στην ΤιΒι από κυβερνητικά χείλη το κυοφορούμενο νομοσχέδιο στον τομέα της Υγείας. Είναι πράγματι εξαιρετικό. Το να έχεις, στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, τον δικό σου γιατρό που σε ξέρει, που σε οικουρεί, που είναι δίπλα σου και παρακολουθεί καταλεπτώς τα της υγείας σου, είναι ο ορισμός του ιδανικού υγειονομικού συστήματος. Και το ιδανικό σύστημα γίνεται ακόμα πιο ιδανικό, άμα εσύ, ο ασθενής επισκέπτης στον ιατρό, βγαίνεις μετά την επίσκεψη χωρίς να καταβάλεις ένα ευρώ.
Διότι, λέει, τα καταβάλλει το κράτος. Και μόνον το τελευταίο μέτρο να εφαρμοστεί, για μας, τους συνταξιούχους, ισοδυναμεί με τον διπλασιασμό της σύνταξης, γιατί, επειδή η μηχανή έχει σκουριάσει, τρεις ή τέσσερις ή πέντε διορθωτικές παρεμβάσεις το μήνα τις θέλει (βαλβίδες, ματάκια, συκώτια, αρθρώσεις, πνευμόνια, στομάχι, αδένες, οδόντες, ιστοί, πάνω – κάτω κοιλιά, ώτα, λάρυγξ, κώλον, ρίνα, και λοιπά – είμαστε και οργανισμοί δαιδαλώδεις, να μας πάρει ο λύκος!).
Με τα ισχύοντα ώς τώρα, βάλε το αντίτιμο της κάθε επίσκεψης, για το ένα μέλος, βάλε το αντίτιμο της κάθε επίσκεψης, και για το έτερο μέλος, βάλε και κάτι παραπάνω για – της υγείας πάντα – τα συντρέχοντα, – την κάτσαμε τη βάρκα. Άρα, με το υποσχεθέν “προσωπικός γιατρός για όλους”, και χωρίς τη δική μας τσακιστή δεκάρα, μια καινούρια μέρα ξεκινάει. Σύντεκνοι, σωθήκαμε!
Όμως, το θέμα είναι πόση αλήθεια περιέχουν οι εξαγγελίες. Διότι εγώ θυμάμαι ότι το αντικείμενο “προσωπικός γιατρός” ή “οικογενειακός γιατρός” “παίζει” για δεκαετίες, και κάθε φορά – ο θησαυρός έβγαινε άνθραξ. Εξάλλου, συχνά άλλα λένε μπροστά, άλλα προκύπτουν μετά.
Οπότε, η πείρα λέει πως, επειδή οι πολιτικοί υπόσχονται με την ευκολία και τον αυτοματισμό που εμείς αναπνέουμε, σοφό είναι να κρατήσουμε καλάθι μικρό. Άλλωστε, τα παραδείγματα είναι πολλά. Πολλά και διαχρονικά. Διαχρονικά και διακομματικά. Ξεχνώ εγώ τη χαρά που πήρα, όταν πριν από δυο τρία χρόνια ανακοινώθηκε πως βάσει δικαστικής απόφασης μας επιστρέφονται ποσά παρανόμως καταβληθέντα; Διαρροές μιλούσαν για ενάμιση με δυο πεντοχιλιαράκια. Ναι, θα ήταν μια γενναία ανάσα. Δεν θα μας έκαναν χάρη, κλεμμένα τα είχαν. Όμως, μου £μεινε η χαρά. Τελικά, μου (μας) πέταξαν λίγα εκατοστάρικα, και το ëκαναν και βούκινο! Ότι τάχα “το είχαμε τάξει, το κάνουμε πράξη”.
Αλλά έχω και μιαν ακόμη απορία: τη στιγμή που γίνονται οι ανακοινώσεις για τον “προσωπικό γιατρό” ή “γιατρός για όλους” (είπαμε , με δωρεάν επισκέψεις), μέτρο το οποίο φαντάζομαι ότι θέλει τσουβάλια λεφτά, τα ποιοτικά οικονομικά κρατικά μεγέθη προκαλούν μελαγχολία. Και ταραχή. Όχι από σημερινές ευθύνες, αλλά από τη μακρά αρνητική συγκυρία.
Οι συνέπειες της πτώχευσης, η συρρίκνωση στα δημόσια έσοδα, ο γιγαντισμός του εξωτερικού χρέους, οι τρέχουσες οικονομικές πληγές από την πανδημία και τα αναπόφευκτα αυριανά απόνερά της, ο οικονομικός πανικός και οικονομικός στραγγαλισμός λόγω Ουκρανίας και πλείστα – οικονομικά, πάντα – συνακόλουθά τους, δε συγκροτούν εν συνόλω το καλύτερο δυνατόν momentum. Άραγε, είναι η ώρα για μέτρα υγειονομικής πολυτέλειας; ΄Η, “το ρεστοράν πρώτης κατηγορίας” θα γίνει συνοικιακό καφενείο;
Έτσι μου είχε υποσχεθεί στην εφηβεία ένα φιλαράκι. “Ρε, εγώ, άμα περάσω, θα σε πάω σε ρεστοράν πρώτης κατηγορίας, μπορεί και στο “Χίλτον”, στο υπογράφω”. Πέρασε. Στην κόψη του ξυραφιού μεν, αλλά πέρασε. Όμως η τσέπη ήταν άδεια.
Τελικά, το αποτέλεσμα ήταν “παρακαλώ, μια πορτοκαλάδα!”. Με δυσκολία κι αυτή. Στο συνοικιακό καφενείο. Α, ναι, μην το ξεχάσω: και “χωρίς ανθρακικό”. Σκέφτηκα ότι πιθανόν χωρίς ανθρακικό να είναι πιο φτηνή.
Όταν αργότερα, ύστερα από κάποια χρόνια, βγήκαμε από την εφηβεία και μπήκαμε στην αγορά εργασίας, οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει, και τo “Χίλτον” έμεινε ένας καημός, μια ανεκπλήρωτη επιθυμία, μια αφελής προσδοκία. Σαν αυτές , με τις οποίες συχνά – πυκνά μας εμβολιάζουν και οι συμπαθέστατοι πολιτικοί μας – καλή τους ώρα, πανάθεμά τους!
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”