Στα Τέμπη και στη Θήρα: «Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω / δεν υπάρχουν άγγελοι κι ας λένε» ισχυρίζεται το λαϊκό άσμα, και αυτό έχει εφαρμογή πρωτίστως στα κομματικά στέκια, όπου ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο στην εκμετάλλευση της ευκαιρίας. Έτσι, σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, συγκλονιστικά δυστυχήματα και κάθε λογής τραγωδίες, με υποκείμενο δράσης αλλού τον άνθρωπο κι αλλού τη φύση, ανεβάζουν αυτόματα την πολιτική θερμοκρασία, προκαλώντας αρρυθμίες στη λειτουργία και της πολιτείας και της κοινωνίας.

Από τη στήλη “Εγώ σου λέω τον πόνο μου,
κι εσύ μου γράφεις «γράψ΄ τα», στην εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”
Για να έρθουμε τώρα στα τρέχοντα, τούτων ούτως εχόντων, το πιο πιθανό και πιο φυσιολογικό είναι οι μεν αντιπολιτευόμενοι να εργαλειοποιούν για κομματικούς λόγους τη “θυσία” πενήντα επτά – νέων στην πλειονοψηφία τους – συνανθρώπων, οι δε συμπολιτευόμενοι να επιχειρούν να συσκοτίσουν όσο μπορούν τα γεγονότα, διότι στη βάρδια τους συνέβη το απευκταίο κι αυτοί πρέπει να απολογηθούν τώρα. Γιατί δεν είχε ολοκληρωθεί το σύστημα ελέγχου του δικτύου; Πώς κι από πού προκλήθηκε το γνωστό φλεγόμενο “μανιτάρι”; Ποιος διόρισε τον σταθμάρχη – μπουμπούκι; Γιατί και με ποιο δικαίωμα και με ποια επιχειρήματα ο του Αχιλλέως έγραψε στ’ άγραφα όλες τις σχετικές ανησυχητικές προειδοποιήσεις; Αυτά θέλουν εξηγήσεις. Αλλά, είπαμε, δεν υπάρχουν άγγελοι, κι έτσι γινόταν πάντα. Κι έτσι θα γίνεται πάντα.
Πάντα τα μεγάλα θλιβερά γεγονότα θα τα αξιοποιούν όσοι προσβλέπουν σε οφέλη. Αυτή την αναντίρρητη αλήθεια θα φιλοξενήσουμε – με ένα ιστορικό ντοκουμέντο – από δω και κάτω, συνδέοντάς την με το άλλο σφοδρό καρδιοχτύπι των ημερών μας, που αναδύεται από τα σμήνη σεισμών της Σαντορίνης. Γυρνάμε δεκατρείς αιώνες πίσω.
Στα χρόνια του Βυζαντίου. Ο αυτοκράτωρ Λέων Γ’, ο ιδρυτής της δυναστείας των Ισαύρων, κι ένας από τους μέγιστους της λαμπρής αυτής χιλιόχρονης αυτοκρατορίας, καταγόμενος από την Κομμαγηνή της ευρύτερης περιοχής τότε της Συρίας {«το κράτος της Κομμαγηνής που ’σβησε σαν το λυχνάρι / πολλές φορές έρχεται στο μυαλό μας» γράφει ο Σεφέρης στο ποίημα “Τελευταίος Σταθμός” της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’»], ο Λέων, λοιπόν, θέλοντας α) να περιορίσει την υπερβολική ανάπτυξη του μοναχικού βίου, που στερούσε έμψυχο υλικό από τον στρατό και εργατικά χέρια από το κράτος και β) να τιθασεύσει τις θρησκευτικές υπερβολές και δεισιδαιμονίες, που εκφράζονταν και στη σχέση του πιστού με την εικόνα, όπου, κατά τον ισχυρισμό των εικονομάχων, λατρευόταν όχι το εικονιζόμενο ιερό πρόσωπο αλλά το υλικό της εικόνας, α) δια νόμου υποχρέωσε τους κληρικούς και τους μοναχούς πριν αφοσιωθούν στα θεία να υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία (θετικό μέτρο) και β) (αρνητικό μέτρο, διότι ναι μεν η “παρα – λατρεία” ήταν μια πραγματικότης, αλλά τέτοια προβλήματα λύνονται μόνο με την παιδεία του ατόμου) κήρυξε την Εικονομαχία, ανεβάζοντας κατ’ αρχάς τις εικόνες πιο ψηλά στους τόπους λατρείας, και προκάλεσε εμφύλια διαμάχη, η οποία μαινόταν για δώδεκα περίπου δεκαετίες, με ανυπολόγιστες χαοτικές συνακολουθίες και δοκιμάζοντας όλες τις πτυχές (σκοτωμοί ανθρώπων, υλικές καταστροφές, λεηλασίες, βανδαλισμοί έργων τέχνης) της ζωής της αυτοκρατορίας. Είμαστε στο έτος 726. Ελάχιστο καιρό μετά τα μέτρα για τις εικόνες, και τη στράτευση των μοναχών και των ιερέων, και τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών των ναών και των μοναστηρίων, εξερράγη για μια ακόμα φορά το ηφαίστειο της Θήρας (Σαντορίνης), και για μέρες πολλές δονούνταν οι κοντινές Κυκλάδες (ακριβώς όπως και τώρα).
Ο πάπας Γρηγόριος ο Β’, στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του οποίου υπαγόταν όλη η Ελλάδα (δεν είχε επέλθει ακόμα το Μεγάλο Σχίσμα. Αυτό συνέβη στα 1054) και ο οποίος – λόγω των παραπάνω – βρισκόταν σε σφοδρή αντιπαράθεση με τον θρόνο, έπιασε από τα μαλλιά την ευκαιρία και διακήρυξε από όλους τους άμβωνες και σ’ όλους τους τόνους πως η έκρηξη με τα συνακόλουθά της ήταν θεϊκό σημάδι οργής και τιμωρίας για την πολιτική του Λέοντα στα θέματα της Εκκλησίας. Δε λέμε περισσότερα, αλλά επρόκειτο για μια κλασική και καραμπινάτη περίπτωση εργαλειοποίησης ενός οδυνηρού φυσικού γεγονότος, με την κατάχρηση της παπικής αυθεντίας και με την πονηρή επίκληση του θρησκευτικού συναισθήματος των ανθρώπων, που σημαίνει πως αυτό γίνεται ακόμα και στους … αγίους. Με άλλα λόγια … δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω.
Για την Ιστορία να συμπληρώσουμε μόνο ότι το υπεραιωνόβιο αυτό εμφύλιο κλίμα έληξε στα 843, όταν η αυτοκράτειρα Θεοδώρα, με την απόφανση της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου, “αναστήλωσε” τις εικόνες, γεγονός που η Εκκλησία εορτάζει την Κυριακή της Ορθοδοξίας, ήγουν την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής εκάστου έτους, στις 9 Μαρτίου για εφέτος, την τρίτη Κυριακή από τώρα. Πάντως, είπαμε, τσεκαρισμένο: Δεν υπάρχουν άγγελοι σου λέω.