Ανεβαίνοντας προχθές από την παραλία προς το πλακόστρωτο της Μιχαλακοπούλου, μετά την γιορτή του Αγίου Πνεύματος, σταμάτησα στη γωνία του Παπασπύρου (παλαιό σταφιδεργοστάσιο, σήμερα καφετέρια). Κοίταξα δεξιά μου εκεί που σ£ ένα κοίλωμα του βράχου λειτουργούσαν κάποτε δημοτικά ουρητήρια και είδα κάτι να κατασκευάζεται.
Μου είπαν υποσταθμός της Δ.Ε.Η…
Σταμάτησε για λίγο το μυαλό μου σαν κάτι να θελε να φέρει πίσω…
Γύρισαν εικόνες εξήντα περίπου χρόνων και εκεί βρήκε αυτό που έψαχνε…Την αδύνατη φιγούρα ενός ξερακιανού, ψηλού, μεσόκοπου να στέκεται όρθιος στο σημείο αυτό.
Θα ‘ταν μέσα της δεκαετίας του £50. Τέτοια εποχή τα σχολεία σταματούσαν και τα Αιγιωτάκια άρχιζαν να κατεβαίνουν στη θάλασσα. Πάνω από το γήπεδο, το Παγοποιείο, τη Δεξαμενή ως το κέντρο της πόλης, τα μισά πήγαιναν στου Μάππα (μπροστά στη Χαρτοποιία) και τα υπόλοιπα από τη μέση της πόλης και κάτω ως τον Συνοικισμό, στο Σταθμό και τον Αϊ Νικόλα.
Θυμάμαι παρέες-παρέες οι μεγαλύτεροι μπροστά να προσέχουν τα μικρά να μην πνιγούν και η μαρίδα από πίσω! Ομάδες των 10 και 15 παιδιών….Θυμάμαι όλα εκείνα τα παιδιά, που μεγαλώσαμε μαζί, ασπρομάλληδες τώρα, να φτερουγίζουν κυριολεκτικά σαν κατέβαιναν από τα Ψηλά Αλώνια στην Παναγία την Τρυπητή, από τον Άγιο Ανδρέα στην Τρύπα και από τις σκάλες στη θάλασσα κι εκεί να πηδούν και να μπαινοβγαίνουν σαν τα βατράχια στο νερό.
Μια μέρα του καλοκαιριού που κατευθυνόμασταν για μπάνιο, – ο Βρασερύζης μας είπε στο δρόμο- πως “στο λιμάνι πιάσανε ένα χταπόδι με πλοκάμια σα χέρια μικρού παιδιού” και πως το ‘ χαν κρεμάσει στο καφενείο του Καβούνη…. Στο άκουσμα της είδησης μας πέσαν τα σαγόνια θυμούμενοι τις ιστορίες για τα μυθικά τέρατα της θάλασσας και στην προτροπή των πιο θαρραλέων γίναμε μια μπάλα, τρέχοντας μαλλιά κουβάρια στον κατήφορο σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο για το ποιος θα παραβγεί να δει πρώτος το μεγαλειώδες θέαμα!!
Μα σαν πήγαμε εκεί…, μόνο χταπόδι δεν είδαμε! Οι εργάτες της θάλασσας και των αποθηκών το είχαν “πνίξει” στα ούζα, όπως μας είπαν χασκογελώντας δυνατά.
Απογοητευμένοι εμείς συνεχίσαμε με επιδείξεις βουτιάς στο σταθμό και κατά το απομεσήμερο άρχισε η επιστροφή. Πού αυτοκίνητα ή Ι.Χ. τότε. Ένα ήταν το μέσο μεταφοράς των παιδιών. Τα πόδια !!!…… Φτάνοντας στην αρχή στο πλακόστρωτο με το που στρίβουμε στου Φωτόπουλου, ένας μικρός φώναξε: “Παιδιά, παιδιά τρέξτε να δείτε. Εδώ ένας γέρος μιλάει με τα πουλιά!!!!!…….”
Καθίσαμε στο πεζούλι του Παπασπύρου απέναντι και περιμέναμε να δούμε. Όπου σε κάποια στιγμή εμφανίσθηκε ένας ψιλόλιγνος ηλικιωμένος και μας λέει: “Τι θέλετε εδώ μες το καταμεσήμερο; Φύγετε”. “Αυτός, (είπαμε, δείχνοντας έναν πιτσιρικά), μας είπε πως σου μιλάνε τα πουλιά…”
Γύρισε τότε με γοητευτικό ύφος προς το βράχο και φώναξε:
“Τοοοοοολη-Τοοολη, πού είσαι, Τόλη;
Πάλι με γυναίκες γυρίζεις;”.
Μεμιάς τιτιβίζοντας, κατέβηκε πάνω από τα δένδρα του βράχου ένας σπουργίτης. Εκείνος τέντωσε το χέρι και το σπουργίτη κάθισε στα δάχτυλά του, κοιτάζοντάς τον και μιλώντας στη γλώσσα του.
“Μαίρηηηη, έλα κι εσύ…”, φωνάζει πάλι ο γέρος και αμέσως ένα άλλο σπουργίτη ήρθε δίπλα στον Τόλη.
Πιστέψαμε ότι αυτά ήταν τα μόνα εξημερωμένα από τα ατελείωτα μπουλούκια των σπουργιτιών.
Αυτός όμως συνέχισε να καλεί κι άλλα κι άλλα, καλώντας τα με τ΄ όνομά τους. Σε λίγο τα χέρια του ήταν γεμάτα σπουργίτια!!
Αυτός μίλαγε κι εκείνα τον κοιτούσαν, λαλούσαν και του απαντούσαν.
Ένας διαολής είπε τότε: “Βρε πώς τον καταλαβαίνουν τι λέει;;”, κι ο άλλος του απάντησε: “Μιλάνε στα Γαλλικά ρε, που εμείς δεν ξέρουμε!!!…|
Οι πιτσιρικάδες μετά το πρώτο σοκ έσκασαν στα γέλια κι άρχισαν να φωνάζουν τα πουλιά:
“Τόληηηη, Μαρίιιικα, Κωστάααακη!!!!…όλα τα ονόματα ώσπου τα πουλιά φοβήθηκαν και πρόγκιξαν, ανεβαίνοντας στο βράχο. Αλλά όχι μακριά, εκεί γύρω.
Ο γέρος γέλασε. “Γιατί τα διώξατε;”, μας είπε.
Ένας μικρός απάντησε: “Δεν τα διώξαμε. Γνώρισαν, φαίνεται, τον Γιώργο, που τα κυνηγάει με την σφεντόνα τα μεσημέρια και τον φοβήθηκαν”.
Εκείνος είπε: “Περιμένετε θα τα φωνάξω πάλι”.
Μπήκε μέσα, έβαλε ψίχουλα στη χούφτα του και ματαβγήκε.
“Ελάτε, είπε, “φαγητό”, οπότε άρχισαν να ξανακατεβαίνουν και λαίμαργα να πέφτουν στην χούφτα του.
Ο πιο μικρός της παρέας τον πλησίασε και του είπε: “Πες τους να ΄ρθουν και σ΄ εμένα”.
Ο γέρος έριξε λίγα ψίχουλα στο κεφαλάκι του μικρού και του είπε: “μείνε ακίνητος”.
“Έλα Μαρικάκι” είπε, και πλησιάζοντας με το χέρι στο κεφάλι του παιδιού, άδειασε τα ψίχουλα… Το Μαρικάκι στην αρχή δίστασε αλλά έχοντας εμπιστοσύνη στον “εραστή” της, κατέβηκε, πήγε στην άκρη στα δάχτυλά του κι από κει πήδηξε στο κεφαλάκι του παιδιού και άρχισε να τιτιβίζει… “Είδατε, είδατε που με γνωρίζει;”, καμάρωνε ο μικρός…
Μείναμε κάνα δύο ώρες εκεί χαζεύοντας….
Η ώρα πήγε κοντά πέντε και στο σπίτι περίμενε ξύλο γιατί είχαμε αργήσει. Από απέναντι ο Γιώργος ο Γαβαθόπουλος, που τον χειροτονούσε η κυρά Στέλλα, φώναζε: “Τα πουλάκια μαμά, τα πουλάκια έβλεπα!!!………”.
Το περίεργο όμως δεν ήταν ότι χαζεύαμε μόνο τα παιδιά, αλλά και όλοι όσοι περνούσαν από κει…. Πολλές φορές σταματούσαν τα πούλμαν και κάποιοι τραβούσαν φωτογραφίες τον κυρ Πάνο “τον Σπουργιτάκια”, όπως τον είπαν…
Έχει χρόνια που πέθανε ο κυρ Πάνος… ‘Αλλον δεν συνάντησα πουθενά να γητεύει τα σπουργίτια…
Φαίνεται ότι μόνον έναν αγάπησαν…
Αυτός τα γοήτευε…
Όταν έφυγε από την ζωή δεν τα ξαναείδα ποτέ εκεί…
Δεν σταματάει πια κανείς στην ανηφόρα για να δει… Και τα παιδιά δεν κατεβαίνουν πια με τα πόδια στην παραλία…
Τα σπουργίτια εμείναν λίγα, μα οι αναμνήσεις ατελείωτες…
ΣΤΑΘΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, τ. Δήμαρχος Αιγιάλειας
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”, Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017