“Ποτέ δεν το ‘ λπιζα ναν΄ η ζωή πρώτο καλό και μέγα”
Δ. Σολωμός
Είμαστε σε χρόνια υγειονομικής κρίσης. Σε περίοδο πανδημίας. Ψάχνουμε τον εαυτό μας μέσα στη νέα πραγματικότητα, περιδεείς από το φόβο του θανάτου κι αποκαμωμένοι. Οι κακές γλώσσες λένε πως αυτή θα είναι πια η καινούρια κανονικότητα. Έτσι θα πορευτεί πια η ανθρωπότης. Από τη μια στην άλλη μετάλλαξη. Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη. Από καραντίνα σε καραντίνα. Τα πιάσαμε τα λεφτά μας! Εν πάση περιπτώσει, είναι παρήγορο ότι «ουκ έστιν όστις οίδε το μέλλον». Πάντως, εκείνο που είναι αναντίρρητο είναι ότι επείγει η διαμόρφωση ενός δημόσιου υγειονομικού συστήματος με τέτοια θεμέλια, που να προσφέρει στον πολίτη, αν όχι την κατηγορηματική βεβαιότητα, τουλάχιστον την ελπίδα πως δεν είναι απροστάτευτος. Άραγε, προς τα κει βαδίζουμε;
Αν κρίνουμε από το δικό μας Νοσοκομείο, στραβά αρμενίζουμε. Αυτό που βλέπουμε σήμερα στο ναό της υγείας μας, προκαλεί μαύρες σκέψεις. Η διάχυτη εντύπωση είναι ότι πνέει τα λοίσθια. Δεν πρέπει να το επιτρέψουμε. Πρέπει επειγόντως να σταματήσει αυτή η παρακμή. Άλλοι ας επικαλούνται τις «αναλογικές μελέτες» και τη «συγκέντρωση αντί γι’ αποκέντρωση», εμείς ας επικαλούμαστε τον ταπεινό παράγοντα «άνθρωπος». Τα λέω αυτά, διότι πολλά γίνονται και πολλά λέγονται. Ατυχή και θεόστραβα. Κι είναι για λύπηση. Μιλάμε για την υγεία μας. Παρεμπιπτόντως (πραγματικά, παρεμπιπτόντως), κι όχι εκ προμελέτης, αναφέρω μια πρόσφατη προσωπική ιστορία, όχι με εμπάθεια, όχι με καταγγελτική διάθεση, αλλά με παράπονο. Και με περίσκεψη, «μαύρα φίδια» που λένε.
Πάνε πεντέξι μήνες που βρέθηκα στα «Επείγοντα» νοσοκομείου για μια έκτακτη ανωμαλιούλα. Με εξέτασαν, μου έβαλαν ορό, μου πήραν αίμα για τις σχετικές αναλύσεις, και οδηγήθηκα σε δωμάτιο βραχείας νοσηλείας. Κι από ξεκινάει ο Γολγοθάς. Μετά το λογικό διάστημα των δύο ωρών, έπεσε ο ουρανός, κι από πάνω ήρθε κάτω. «Κύριε, έχετε στα κόπρανα αίμα;». Όχι. «Στα ούρα;». Όχι. «Από το στόμα;». Ούτε. «Ε, τότε έχετε εσωτερική αιμορραγία. Οι δείκτες σας είναι όλοι τρελοί. Ο αιματοκρίτης σας είναι στο 08. Ετοιμαστείτε, θα πάτε για μετάγγιση αίματος». Εγώ κάγκελο! 08; Μου κόπηκε η λαλιά, δεν είπα λέξη.
Συμπτωματικά, εκείνη τη στιγμή χτυπάει το κινητό, και με παίρνει η κόρη από τη Θεσσαλονίκη, όπου θα περνούσαν το αρχόμενο τριήμερο, για να με ενημερώσει ότι έφτασαν καλά και πάνε στο ξενοδοχείο. Ευρισκόμενος εν συγχύσει, δεν μπόρεσα να υποκριθώ και της λέω … «το και το». Ξαναμπαίνουν στο ΙΧ για την επιστροφή. Ήμουν χαμένος. Πέρασα κάμποση ώρα off the record και στην τρίτη διάσταση. Μόλις άρχισε να δουλεύει κάπως το μυαλό, φωνάζω τη γιατρό και της λέω πως «καλή μου, μόλις πριν πέντε ημέρες έκανα τις εξετάσεις του εξαμήνου, κι όλα ήσαν κανονικά. Δε δικαιολογείται, στο ελάχιστο αυτό διάστημα, η δραματική αυτή μεταβολή!». Για να μην το μακραίνω, μου πήραν πάλι αίμα (φαντάζομαι πως έτσι κι αλλιώς θα μου ’παιρναν), και περίμενα άλλο ένα – βασανιστικό, εννοείται – δίωρο, ώσπου να με πληροφορήσουν ότι «sorry, λάθος, η κοπέλα που έκανε τη λήψη αίματος, κακώς την έκανε από το χέρι που είχε τον ορό, και νοθεύτηκε το νερό με το αίμα»! Το συζήτησα, εκ των υστέρων, με έναν εξωτερικό γιατρό, και μου έλεγε ότι είναι πιθανόν, ελλείψει νοσηλευτριών, να έγινε η αιμοληψία από άσχετο πρόσωπο (π.χ. από την υπηρεσία καθαρισμού; από το αναψυκτήριο; από το υπαίθριο απέναντι μανάβικο; έλα, Χριστέ!)! Τι να πεις; Δεν τα γράφω με κακία. Ξέρω το φορτίο εργασίας και ευθύνης που κουβαλούν οι επί της υγείας στους χαλεπούς καιρούς μας. Τους ζητούν – και τους ζητούμε – να υπερβούν τα όριά τους, και τα υπερβαίνουν. Αλλά η υπέρβαση αυτή – και γι’ αυτούς και για μας – έχει τους αναπόφευκτους κινδύνους. Ούτε αγνοώ τι στοιχίζει στην πολιτεία (δηλ. στους φορολογουμένους) το κεφάλαιο της Υγείας.
Σε μένα προσωπικά, η πολιτεία, διαθέτει, εντελώς δωρεάν, επί πολλά χρόνια, φαρμακευτική αγωγή, που η τιμή της είναι σχεδόν ίση με τη σύνταξή μου. Και, φυσικά, της είμαι ευγνώμων. Και δεν είμαι ο μόνος, είμαστε μιλιούνια. Επειδή, όμως, η ζωή είναι «πρώτο καλό και μέγα», κατά Διονύσιο Σολωμό, και, ως εκ τούτου, πρέπει και η προστασία της να είναι το πρώτο και μέγα μέλημα των κυβερνώντων, γι’ αυτό συμπτώματα παρακμής και εκφυλισμού στους ναούς αποκατάστασης της υγείας μας, προκαλούν ταραχή και απόγνωση.
Κι η αφεντιά μου, μετά το παραπάνω επεισόδιο, τρέμει, δικαιολογημένα, στην ιδέα νοσοκομειακής περίθαλψης. «Καλά, και συ πώς αντέδρασες; Δε φώναξες, δεν έβρισες, δεν εκτονώθηκες;» ρώτησε ο κολλητός, που του διηγήθηκα το συμβάν. Όχι, δα! Ξαναγεννήθηκα! Με το “sorry”, ξαναμπήκε η καρδούλα μου στη θέση της. Φεύγοντας, υπολογίζω ότι εκφώνησα καμιά τριανταριά «ευχαριστώ!». Ξέρεις, όταν έρχονται, σε μια στιγμή, διαδοχικά ο θάνατος κι η ανάσταση, η δεύτερη είναι που γράφει τον επίλογο. «Προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται», για να μην ξεχνάμε και τον ρήτορα πρόγονο. Κατά τα άλλα, η ψυχούλα μου ξέρει σ΄ εκείνη τη συγκυρία τι πέρασε! Ευτυχώς, περιουσία δεν έχω και τον συμβολαιογράφο δεν τον ενόχλησα.
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”