Στην συνέχεια όταν έφτασε στον αξίωμα του Ρωμαίου Αυτοκράτορα, η συμβολή του στην εξέλιξη της ιστορίας υπήρξε τεράστια αφού με δυο του διτάγματα δίνει τέλος στους διωγμούς των Χριστιανών. Αυτός είναι και ο λόγος που τελικά ονομάστηκε Μέγας, .λέγεται πώς ο Χριστός βλέποντας τον αγώνα του και αναγνωρίζοντας τις έντιμες προθέσεις του, θέλοντας να τον βοηθήσει κατά την διάρκεια μιας μάχης, έξω από την Ρώμη, στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου και του Λικίνιου, εμφάνισε στον ουρανό μέσα σε έναν ολόφωτο κύκλο ένα Θεϊκό σημάδι: Σχημάτισε το σημείο του Σταύρου με την γνωστή σε όλους μας επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ)-. Αυτό ήταν ένα σημάδι ότι ο Χριστός ήταν με το μέρος του, γεγονός που όπλισε τον Κωνσταντίνο με την απαιτούμενη δύναμη να κατατροπώσει τους εχθρούς του και να βγει νικητής από τη μάχη. Έπειτα από πολλούς διωγμούς αλλά και πολλές και σφοδρές συγκρούσεις δυόμιση αιώνων, μεταξύ Χριστιανών και Εθνικών, ο τίμιος Σταυρός του Χριστού έγινε «ΟΠΛΟΝ ΕΙΡΗΝΗΣ” και «ΑΗΤΤΗΤΟΝ ΟΠΛΟΝ» της αυτοκρατορίας. Το 330 εγκαινίασε τη νέα πρωτεύουσα του κράτους του, που έκτισε στη θέση της αρχαίας αποικίας των Μεγαρέων, στο Βυζάντιο, στις ακτές του Βοσπόρου, τη «Βασίλισσα των Πόλεων» ονόμασε Κωνσταντινούπολη. Θέσπισε ευεργετικές νομοθεσίες για ανάκληση των εξορίστων και απελευθέρωση των καταδικασμένων για την πίστη τους στους προηγουμένους διωγμούς, καθώς και για την τιμή των Αγίων Μαρτύρων και την απόδοση των κατασχεθέντων εκκλησιαστικών κτημάτων στους νομίμους κατόχους τους (τις τοπικές Εκκλησίες). Ακόμη, με σχετικούς νόμους προήγαγε τους Χριστιανούς στα ποικίλα αξιώματα, έπαυσε τις ειδωλικές θυσίες και επιχορήγησε την ανοικοδόμηση νέων ναών, καθώς και τη διεύρυνση και συντήρηση παλαιοτέρων. Επίσης, με σχετικό του διάταγμα, προτρέπει, αλλά δεν εξαναγκάζει, τους παραμένοντες στην απιστία να γίνουν Χριστιανοί, και τέλος προστάζει να μην ενοχλεί πλέον κανείς κανένα για την πίστη του. Οι ελεημοσύνες και ευεργεσίες του Κωνσταντίνου έρρεαν προς τους πάντες, προκαλώντας το σεβασμό και την άμετρη εκτίμηση στο πρόσωπο του. Παρά το γεγονός ότι ο ίδιος σε όλη του τη ζωή λάτρευε το θεό Ήλιο, λίγο πριν πεθάνει αποφάσισε να βαπτισθεί χριστιανός. Κατά το μυστήριο είπε και την περίφημη φράση: «Νυναληθείλόγωμακάριον οιό’εμαντόν, ννντης αθάνατοι· ζωής πεφάναι άξιον, νυν τον θείον μετειληφέναι φωτός πεπίστενκα». Από τότε και μέχρι την ημέρα της κοιμήσεως του το 337 σε προάστιο της Νικομήδειας δεν ενδύθηκε βασιλικό μανδύα αλλά το λευκό χιτώνα του νεοφώτιστου. Η κοίμηση του σημειώθηκε εννέα χρόνια μετά την κοίμηση της μητέρας του σε ηλικία 63 ετών και έγινε την ημέρα της εορτής της Πεντηκοστής, όπως αναφέρει ο ιστορικός Ευσέβιος. Η Ιστορία ονόμασε τον Κωνσταντίνο Μέγα και η Εκκλησία τον ανακήρυξε Αγιο και Ισαπόστολο.
Η Αγία Ελένη ήταν η μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Γεννήθηκε στο Δρέπανο της Βιθυνίας (Γιάλοβα Μ. Ασίας) στα μέσα του 3ου αιώνα μ.Χ. Είκοσι περίπου χρόνια μετά τη γέννηση της, η Ελένη γνωρίστηκε με τον Κωνστάντιο Χλωρό, αξιωματούχο της Αυτοκρατορίας, τον οποίο παντρεύτηκε το 270, με βάση πρόνοια ειδικού νόμου, ο οποίος επέτρεπε το γάμο αξιωματούχων με γυναίκες λαϊκής καταγωγής. Καρπός του γάμου της Ελένης και του Κωνστάντιου ήταν ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μονοκράτορας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον οποίο η Αγία Ελένη γέννησε στη Ναϊσσό της Μοισΐας (Νίσσα Σερβίας). Προκειμένου, όμως, ο Κωνστάντιος να προβιβαστεί από τον Διοκλητιανό σε Καίσαρα Γαλατίας, Ισπανίας και Βρεττανίας χώρισε την Αγία Ελένη και παντρεύτηκε την ανιψιά του Μαξιμιανού Θεοδώρα. Τότε, η Αγία Ελένη μαζί με τον Κωνσταντίνο παρέμειναν υπό φρούρηση του Διοκλητιανού και στη συνέχεια του Γαλέριου, για να μπορούν να ελέγχουν τον Κωνστάντιο. Ωστόσο, η ανάληψη του Καισαρικού αξιώματος από τον Κωνστάντιο λειτούργησε ευνοϊκά για την Εκκλησία, αφού ακόμη και κατά την περίοδο των διωγμών, που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός, οι πιστοί σε αυτή την περιοχή δεν καταδιώχτηκαν. Επίσης, με την άνοδο του Χλωρού στο αξίωμα αυτό ανοίχθηκε ο δρόμος και για τον γιό του Κωνσταντίνο. Η Αγία Ελένη επανήλθε στη δημόσια ζωή κατά την ανάδειξη του Κωνσταντίνου σε Καίσαρα το 306, οπότε ο Κωνσταντίνος την έφερε κοντά του στα Τρέβηρα και ακολούθως την πήρε μαζί του στη Ρώμη, όταν επρόκειτο να ανακηρυχθεί σε Αύγουστο. Η Αγία ανακηρύχθηκε σε Αυγούστα από τον Κωνσταντίνο, όταν αυτός παρέμεινε μονοκράτορας νικώντας τονΛικίνιο, ενώ στην πορεία λειτούργησε ως σύμβουλος και συνεργάτιδα του. Αυτή η αγάπη και ο σεβασμός του Κωνσταντίνου προς την μητέρα του φάνηκε και με την ύψωση δύο στηλών στη μεγάλη πλατεία «Φόρος», η μία στο όνομα της Αγίας Ελένης και η άλλη στο όνομα του, και ανάμεσα τους ένας σταυρός, που έφερε την επιγραφή: «Εις Αγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού πατρός, Αμήν». Επίσης, για να την τιμήσει, έκοψε νομίσματα με τ” όνομα και τη μορφή της και μετονόμασε το Δρέπανο σε Ελενόπολη.