Τα περιττά κιλά συνδέονται με την καρδιαγγειακή νόσο και τον διαβήτη τύπου 2, παθήσεις που εμφανίζουν αυξημένη συχνότητα και στα παιδιά τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τα ευρήματα νέας βρετανικής μελέτης, τα παιδιά που δεν κοιμούνται αρκετά για την ηλικία τους, διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο παχυσαρκίας.
Επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου του Γουόργουικ διαπίστωσε ότι τα παιδιά και οι έφηβοι που σε τακτική βάση δεν κοιμούνται επαρκώς, τείνουν να παίρνουν περισσότερο βάρος καθώς μεγαλώνουν και είναι πιθανότερο να εξελιχθούν σε υπέρβαρα ή παχύσαρκα άτομα.
Οι συγγραφείς εστίασαν στα αποτελέσματα 42 πληθυσμιακών μελετών που είχαν γίνει σε βρέφη, παιδιά και εφήβους, 0-18 ετών, σε δείγμα συνολικά 75.499 συμμετεχόντων. Η μέση διάρκεια ύπνου υπολογίστηκε τόσο από ερωτηματολόγια όσο και από φορητές μικροσυσκευές που είχαν φορέσει οι συμμετέχοντες.
Οι ερευνητές χώρισαν το δείγμα σε δύο κατηγορίες: όσους κοιμούνταν κανονικά και όσους κοιμούνταν λίγο. Οι τελευταίοι κοιμούνταν λιγότερο από αυτό που όριζαν οι κατευθυντήριες οδηγίες βάσει ηλικίας. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες, τα βρέφη (4-11 μηνών) πρέπει να κοιμούνται από 12 έως 15 ώρες, τα νήπια (1-2 ετών) από 11 έως 14 ώρες, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας (3-5 ετών) 10-13 ώρες, τα παιδιά σχολικής ηλικίας (6-13 ετών) 9-11 ώρες και οι έφηβοι (14-17 ετών) 8-10 ώρες.
Οι συμμετέχοντες είχαν τεθεί υπό ιατρική παρακολούθηση κατά μέσο όρο επί τρία χρόνια και οι αλλαγές στον Δείκτη Μάζας Σώματος καταγράφονταν σε όλη τη διάρκεια της μελέτης. Σε όλες τις ηλικίες τα άτομα που κοιμούνταν λίγο είχαν πάρει περισσότερο βάρος και συνολικά είχαν 58% περισσότερες πιθανότητες να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα.
Οι επιστήμονες υπογραμμίζουν ότι η έλλειψη ύπνου μπορεί να είναι ένας σημαντικός και τροποποιήσιμος παράγοντας κινδύνου για το ενδεχόμενο παχυσαρκίας.
Η μελέτη δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Sleep.