Ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976 ήταν η μεταρρύθμιση της γλώσσας.
Το γλωσσικό ζήτημα ήταν ένα από το μεγαλύτερα προβλήματα που απασχολούσε τον ελληνικό λαό από της γενέσεως του ελληνικού κράτους. Όλες οι κυβερνήσεις ήθελαν να πραγματοποιήσουν μία τέτοια μεταρρύθμιση, αλλά κανένας δεν τολμούσε διότι θα είχε οποιοδήποτε μεγάλο πολιτικό κόστος. Και τούτο διότι το γλωσσικό ζήτημα είχε στην κυριολεξία διχάσει τον Ελληνικό λαό.
Όμως η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με υπουργό Παιδείας τον Γεώργιο Ράλλη, τόλμησε τη γλωσσική μεταρρύθμιση, διότι τη θεωρούσαν αναγκαία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976 έθεσε τέρμα στη γλωσσική Βαβυλωνία, η οποία υπήρχε μέχρι τότε στη χώρα μας και εμπόδιζε κυρίως τους νέους της εποχής εκείνης να διατυπώσουν με σαφήνεια και ορθότητα τις απόψεις τους και έτσι εκτιθέμεθα ως λαός και ως έθνος που είχε δώσει τα φώτα της μόρφωσης και του πολιτισμού σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Έτσι, ύστερα από επισταμένη μελέτη και αφού ακούστηκε η γνώμη όλων των ειδικών, η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή πήρε τη γενναία απόφαση και καθιέρωσε τη λεγόμενη νεοελληνική γλώσσα, χωρίς ακρότητες και ιδιωματισμούς, δηλαδή καθιέρωσε μία ενιαία γλώσσα στο γραπτό και τον προφορικό λόγο, εύληπτη, εκφραστική και πλούσια, χωρίς αποκλεισμούς λέξεων και εκφράσεων από καμιά περίοδο της μακραίωνης εξελίξεώς της.
Παράλληλα εθεωρήθη αναγκαίο να εισαχθεί η διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στα Γυμνάσια από δόκιμες μεταφράσεις στη νεοελληνική, χωρίς ακρότητες και ιδιωματισμούς, σε μία προσπάθεια εμπεδώσεως του νέου γλωσσικού οργάνου και προσεγγίσεως-κατανοήσεως του περιεχομένου, όσον το δυνατόν περισσότερων έργων της αρχαίας Ελληνικής γραμματείας και όχι μόνον μερικών σελίδων από ελάχιστα κείμενα αρχαίων συγγραφέων, όπως γινόταν μέχρι την εποχή εκείνη.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας αλλά και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, πίστευε ότι η εισαγωγή αυτή ήταν εύστοχη και θα συνέβαλε αποφασιστικά στο ορθό λεξιλογικό εμπλουτισμό της γλώσσας και δεν θα οδηγούσε σε λεξιπενία, όπως ισχυρίζονταν μερικοί που είχαν ακραίες θέσεις την περίοδο εκείνη.
Εκτός όμως από τα ανωτέρω, την περίοδο εκείνη είχε αρχίσει η διαδικασία για την εκπόνηση συστηματικής Νεοελληνικής Γραμματικής με βάση τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, κατάλληλου συστηματικού και άρτιου Λεξικού της Νεοελληνικής Γλώσσας.
Η ενιαία αυτή γλώσσα εφαρμόστηκε αρχικά και στις τρεις βαθμίδες της εκπαίδευσης, καθώς και στη δημόσια διοίκηση, με άμεση προοπτική να επεκταθεί και στη δικαιοσύνη. Και όλα αυτά, διότι η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας πίστευε, ότι με τις αναγκαίες διορθωτικές επεμβάσεις κατά την εφαρμογή της όλης προσπάθειας, θα είχε άριστα αποτελέσματα. Είναι ανάγκη, όμως, εδώ να σημειώσουμε ότι η προσπάθεια αυτή της εφαρμογής της Νεοελληνικής γλώσσας δεν ήταν αλάθητη. Έτσι, αναγνωρίσθηκε ότι ήταν λάθος που δεν περιελήφθη στο σχολικό βιβλίο το αρχαίο κείμενο παράλληλα με τη μετάφρασή του. Επίσης, λάθος ήταν που δεν περιελήφθησαν στα διδακτικά αναγνώσματα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας (όπως του Μεγάλου Βασιλείου, του Ιωάννη του Χρυσοστόμου κ.ά.], καθώς και κείμενα νεώτερων συγγραφέων της Ελληνικής Λογοτεχνίας, όπως του Αλεξ. Παπαδιαμάντη κ.ά.
Όμως, εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η προσπάθεια αυτή δεν συνεχίστηκε, με αποτέλεσμα να διαβάζουμε σήμερα ή να ακούμε από τα Μέσα Ενημέρωσης λανθασμένες και ακατάλληλες διατυπώσεις και εκφράσεις που προσβάλλουν και τους Έλληνες και την ιστορία της ελληνικής γλώσσας.