Επειδή τούτες τις μέρες στο επίκεντρο της δημοσιότητας ευρίσκονται το παρανοϊκό γεγονός της Θεσσαλονίκης, τα ποδοσφαιρικά σωματεία και οι ενώσεις «φιλάθλων», κι επειδή όλα τούτα (ποδοσφαιρική βιομηχανία κι εταιρείες εγκλημάτων) δεν έχουν,
βεβαίως, καμιά σχέση με τις δικές μας παιδικές «ενδεκάδες» στις αλάνες της γειτονιάς του ’50 και του ’60, αλλά κατά συνεκδοχή τις ανακαλεί η δική μου μνήμη, δράττομαι της ευκαιρίας να γυρίσω στα χρόνια της αθωότητας και, αναδρομικά, να απονείμω στο «τόπι» τον πρέποντα φόρο τιμής.
Τότε, λοιπόν, (δηλ. προ κινητών, προ υπολογιστών, προ τηλεοράσεως, προ οικογενειακού Ι.Χ., προ οικιακού τηλεφώνου, ακόμα και προ γενίκευσης του ραδιοφώνου, και προ άλλων πολλών), το κλότσημα της μπάλας ήταν η μοναδική σχεδόν αρσενική παιδική και πρωτοεφηβική συλλογική εξωσχολική δραστηριότητα. Κι αυτή μας ένωνε με το όνειρο. Ήταν το μαγικό αποκούμπι της εποχής. Η απόλυτη απόλαυση. Η πρώτη ένδειξη ελευθερίας. Κάθε που αγγίζαμε τη λαστιχένια θεά, αναγάλλιαζε η ψυχούλα μας. Παιδιά ήμασταν!
Ο γείτονας, ο Ρόδης, ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης μας. Ο μάγος της μπάλας. Ποιος Ρονάλντο και ποιος Μέσι! Πιστεύω ακράδαντα ότι, αν ο δεκατετράχρονος ή δεκαπεντάχρονος Ηρώδης δεν ήταν κρυμμένος στη μικρή μας κωμόπολη, αλλά είχε τη δυνατότητα να μπει μπροστά στα φώτα και να τον δουν, ο μεγάλος Δομάζος δεν θα ήταν πρώτος, θα ήταν δεύτερος.
Με τούτα, θέλω να πω ότι το ποδόσφαιρο, αυτό καθ’ εαυτό, για το παιδί και τον έφηβο (μακάρι και παραπάνω) ήταν και είναι φάρμακο. Γιατί είχε και έχει, ως μέσον άσκησης και αποσυμπίεσης από την πίεση της σπουδής, όλα τα στοιχεία που – έπρεπε και πρέπει να – χαρακτηρίζουν το νεαρό «όλον» άτομο: κινητικότητα κι εκτόνωση, τεχνική, συμμετοχή και συλλογικότητα, συνεργατικότητα, αίσθηση της γεωμετρικότητας του χώρου, φαντασία κι επινόηση, και, φυσικά, ηδονικά στιγμιότυπα (η μπάλα στα δίχτυα) και συνείδηση πανηγύρεως. Τα παραπάνω, σε αγαθό συνδυασμό με την απαραίτητη καλλιέργεια του πνεύματος μέσω της σχολικής εκπαίδευσης, συνθέτουν και εικονίζουν τον ισορροπημένο άνθρωπο.
Γι’ αυτό, η μπάλα στην εποχή μου, όχι μόνο δε μας αγρίευε, αλλά μας ημέρευε. Μας ηρεμούσε. Μας πρόσθετε, σε ψυχολογία, σε ομαδικότητα, σε κοινωνικότητα. Ακόμα κι αν κάποιες φορές, πάνω στην ένταση, κάναμε και μια «στραβή», λόγω ή έργω, κυρίως για να ταΐσουμε το «μικρομέγαλο» της εφηβείας μας, ποτέ δεν ξεπερνιούνταν τα φυσιολογικά όρια. Βέβαια, το μεγάλο πρόβλημα ήταν οι γονείς μας. Από μιαν άποψη, όχι άδικα. Το ένα ζευγάρι υποδήματα που διαθέταμε, δεν έφτανε για να καλύψει και τις ανάγκες του ποδοσφαίρου, και οι στενοί προϋπολογισμοί του κάθε πατέρα δεν προέβλεπαν και δεν άντεχαν ειδικό κονδύλι και για τον παπουτσή. Από την άλλη μεριά, όμως, περιέργως (;) το παιχνίδι εκείνην την εποχή δεν ήταν νομιμοποιημένο. Ή, καλύτερα, ήταν αυστηρώς απαγορευμένο. Για του λόγου το ακριβές, υπήρχε παιδονόμος που γύριζε σαν αλαφιασμένος στις γειτονιές, και … ουαί και αλίμονο, αν έπαιζες κι εμφανιζόταν μπροστά σου. Ίδιος ο χάρος! Γιατί, άραγε; Απλά, γιατί ήταν άλλες οι ιδέες τότε. Κάθε εποχή έχει το δικό της φορτίο. Έτσι, τότε, εν παραδείγματι, η μπάλα λογιζόταν ως το απόλυτο κακό, και το άγριο ξύλο λογιζόταν ως το απόλυτο καλό (το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο).
Στις μέρες μας, και οι δύο ιδέες είναι νεκρές. Ευτυχώς, προφανώς! Συνδύασα τη μπάλα και το ξύλο, για να διηγηθώ μια ιστοριούλα από τις πολλές σχετικές της εποχής εκείνης. Η γειτονιά μας, περιμετρικά του αι – Γιάννη, στην Καλλιθέα, ήταν από τις πιο ζωντανές της πόλης. Συσπειρώσεις πολλές και πολύ παιδομάνι. Είχαμε και ομάδα, και παραβγαίναμε με τις άλλες συνοικίες. Ανάμεσά μας ήταν και ο συνομήλικος Τάκης. Τελειόφοιτοι στο δημοτικό ή στην πρώτη γυμνασίου. Ένα απομεσήμερο αργίας, αφού παίξαμε μπάλα, παίζαμε και το κυνηγητό μας. Ο Τάκης ανέβηκε σε μιαν ελιά, έσπασε το κλαδί κι έπεσε στο χώμα. Είχε στραμπουλίξει το πόδι και δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ειδοποιήθηκε ο πατέρας, στα τριακόσια – τετρακόσια περίπου μέτρα. Ήταν δάσκαλος. Κατέφτασε, και τι έκαμε; Έπιασε το παιδί από το μανίκι, το σήκωσε και το πήγε δέρνοντας μέχρι το σπίτι, ενώ πίσω του ακολουθούσαμε, και παρακολουθούσαμε με δέος, ολόκληρος στρατός από δεκάδες παιδαρέλια! Η σκηνή αυτή «έγραψε» μέσα μας και μας σημάδεψε. Αρνητικά, φυσικά. Ο δάσκαλος δε συγχωρούσε με τίποτα το τόπι. Τελικά, η τραγική ειρωνεία είναι ότι ο Τάκης, όχι μόνο «δεν συνεμορφώθη με τας υποδείξεις», αλλά μεθοδικά έκανε τη δική του “αντίσταση”, και ύστερα από καμιά δεκαριά χρόνια έπαιξε σε μεγάλη ομάδα της Αθήνας, και, για ένα γεμάτο καλοκαίρι, ήταν το πρώτο θέμα στην πρώτη σελίδα των αθλητικών – κι όχι μόνον – εφημερίδων. Και για χρόνια μετά.
Εγώ ήμουν φοιτητής, και ήμασταν γείτονες στου Ζωγράφου κι είχαμε συναντηθεί κάποιες φορές. Η συνέχεια είναι διδακτική κι έχει γεύση καλή. Ένα μεσημεριανό, συνταξιδεύαμε με το δάσκαλο στο λεωφορείο Ζωγράφου, από την Ακαδημίας. Αυτόν τον διώκτη του ποδοσφαίρου και ορκισμένο εχθρό της μικρής και μεγάλης εστίας. Κρατούσε στα χέρια μια χοντρή δέσμη από αθλητικές εφημερίδες και σ’ όλη τη διαδρομή διάβαζε μανιωδώς κι εναλλάξ τα προγνωστικά (1 – Χ – 2) στις μέσα σελίδες! Η εκδίκηση της ορθότητας; Όχι. «Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια».
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”
Φωτό: enikos.gr