Ποτέ δεν εγνώρισα τον πόλεμο. Ποτέ δεν αισθάνθηκα τη φρίκη του θανάτου και ποτέ δεν αντίκρυσα έναν ήρωα. Παρ’ όλα αυτά, είμαι βέβαιος, ότι με λίγη καλή θέληση και πολύ φαντασία, θα μπορούσα να αποδώσω τη μορφή ενός ήρωα του πολέμου.
Ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος και ζούσε µια ζωή απλή, συνηθισµένη, χωρίς περιπέτειες και απρόοπτα γεγονότα. Ύστερα έγινε ήρωας, όταν το 1940 κηρύχτηκε ο πόλεµος. Η αλλαγή στη ζωή του ήταν απότοµη.
Ο πόλεµος έφερε ξαφνικά στην επιφάνεια όλα τα κρυµµένα χαρίσµατα τις απίθανες ικανότητές του. Βρέθηκε πολεµιστής στα Αλβανικά βουνά µε τις χειρότερες συνθήκες.
Ντυµένος στη στολή της Πατρίδας, βάδιζε και πολεµούσε µέσα στο χιόνι, τη βροχή και τον παγετό.
Ήταν υποχρεωµένος να περπατά στις λάσπες, να σύρεται στο χιόνι, να τρώει από κονσέρβες και να κοιµάται µε τη συνεχή αγωνία ότι θα ξυπνούσε από στιγµή σε στιγµή για να πολεµήσει. Το όπλο έγινε ο µόνιµος σύντροφός του και το χαµόγελο χάθηκε από τα χείλη του.
Έτσι γεννήθηκε ένας ήρωας.
Η αγάπη της Πατρίδας γιγαντώθηκε µέσα του, έγινε ποτάµι ολόκληρο. Ήταν πάντα πρώτος στη µάχη, έτοιµος για κάθε θυσία, ριψοκίνδυνος, πρόθυµος ν’ αναλάβει κάθε αποστολή επικίνδυνη. Η σφοδρή του επιθυµία για τη νίκη τον έπνιγε και η φλόγα που έκαιγε στα µάτια του, έδινε θάρρος σ’ όλους και δύναµη για µία νέα δοκιµασία.
Οι συνάδελφοί του τον θαύµαζαν, εκείνος όµως, µε την µεγάλη µετριοφροσύνη του, ψιθύριζε συνεχώς: «Όλα για την πατρίδα».
Πάντοτε έτρεχε να σώσει τον πληγωµένο, κυκλωµένος από τις σφαίρες, που σφύριζαν γύρω του, κι έτοιµος να προσφέρει τη ζωή του να «φτάσει το σκοπό του. Και όταν νικήθηκε σ’ αυτό το κυνηγητό µε το θάνατο, η πατρίδα έχασε έναν ήρωα, ένα παλληκάρι, που θυσίασε τα πάντα γι’ αυτήν και πέθανε προφέροντας το όνοµά της.
Τον βρήκαν οι στρατιώτες του ξαπλωµένο στο χιόνι, µε τα µάτια κλειστά, το πρόσωπο χλωµό και τη γενειάδα κρυσταλλωµένη από το ψύχος. Τα χείλη του χαµογελούσαν και τα χέρια του έσφιγγαν ακόµη το όπλο. Ήταν ευτυχισµένος ο ήρωας, γιατί πέθανε για την πατρίδα. Και η ευτυχία του, ήταν απέραντη, όπως αρµόζει σ’ εκείνον που έφτασε στο σκοπό του.
Ένα αντιπολεµικό τραγούδι
Μπ. Μπρεχτ
«Μάνα Κουράγιο»
Σ’ ένα στρατιώτη µια φορά
πλάι στην παλιά ψαραγορά,
του λέει η καλή του, µια φορά,
άκου κι εµέ, παλικαρά.
Το ντουφέκι ντουφεκάει.
Το µαχαίρι µαχαιρώνει,
στο ποτάµι όποιος πηδάει,
Θα πνιγεί, δεν τη γλιτώνει.
Μείνε µακριά, από την παγωνιά,
είσαι λεβέντης κι είµαι νια,
απ’ το ποτάµι µακριά κρατήσου,
αν την θέλεις τη ζωή σου.
Σε ένα νιο παλικαρά
λέει η καλή του µια φορά.
Μα ο στρατιώτης που ‘ταν νιος
νιότη αψηφάει µα και βιος,
τα λόγια δεν τα χαµπαρίζει
και το ντουφέκι του γεµίζει.
Μαχαίρι έζωσε στη ζώνη
και η καλή του ας τον µαλώνει.
Στρατιώτης πάω να γενώ,
ήρωα να µε λεν τρανό,
απ’ το βορά ως το νοτιά,
τη γη να περπατήσω,
µε το µαχαίρι στο πλευρό,
µεγάλο όνοµα ν’ αφήσω,
µε το ντουφέκι µου στο πλάι.
Της λέει ο νιος και τραγουδάει.
Κλαίει η νια και τον τραβά,
κι ο µορφονιός την αψηφά,
κι εκείνη ας τον κανοναρχά.
Οι άντρες έχουν αξιότη,
µα οι γυναίκες έχουν γνώση.
Τον ποταµό αν θα διαβείς,
πίσω δεν θα ‘ ρθεις, θα πνιγείς,
τη γνώµη µου αν αψηφήσει,
την κεφαλή σου θα χτυπήσεις.
Άκου κι εµέ, παλικαρά,
Λέει η καλή του µια φορά.
Αλλά ο νιος δεν έχει νου,
όπλο στον ώµο του κρεµάει.
Στο λάληµα του πετεινού,
πάλι στο πλάι του γυρνάει.
Παίρνει το όπλο του και πάει
και για τον ποταµό τραβάει.
Στο λάληµα του πετεινού
σβήνει η ζωή του εκεινού
µεσ’ στο κρυσταλιασµένο ρέµα.
Προσµένει εκείνη τον καλό της
– Που ‘ναι γυναίκα ο στρατιώτης;
– Βγήκε η νίκη ένα ψέµα…
Όνοµα γύρευε τρανό,
στάχτη τον κάνανε κι αχνό.
΄Ερµη η γυναίκα σαν ξεµένει
νίκη καµιά δεν τη ζεσταίνει.