Από το σπήλαιο της Βηθλεέµ ξεκίνησε η µακριά οδός. Τώρα µε το βαρύ Σταυρό του Μαρτυρίου, Εκείνος πορεύεται τα τελευταία Του επίγεια βήµατα. Γύρω, οι στρατιώτες της Κουστωδίας πίσω Του, η ανθρωποθάλασσα των δηµίων.
Στον αέρα της Άνοιξης πλανάται ακόµα ο αντίλαλος από τα Ωσαννά του πλήθους, που είχε υποδεχθεί την Κυριακή µε κλάδους Βαΐων το Λυτρωτή του. Τώρα λυσσούν.
«Σταύρωσον! Σταύρωσον αυτόν!…» και εστράφη Εκείνος προς τον πατέρα τον ουράνιον: «Πάτερ, αφές αυτοίς… Ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν…» Είκοσι αιώνες σχεδόν έχουν περάσει. Οι λόγοι Του πλανώνται πάντοτε στον αέρα της Άνοιξης: «Τούτο λέγω υµίν… ίνα αγαπάτε αλλήλους!».
Αλλά ούτε ο αντίλαλος από τις κραυγές των ανθρώπων έχουν σβήσει: «Σταύρωσον! Σταύρωσον!». Γιατί; Αυτός δεν είναι πού εθεράπευσε τον τυφλό; Αυτός δεν είναι, πού ανάστησε το Λάζαρο; Αυτός δεν είναι πού έφερε πάλι στη ζωή το νεκρό γιο της χήρας; Αυτός δεν είναι, πού έδωσε στον παράλυτο τη δύναµη να περπατήσει πάλι;
∆εν είναι αυτός, που είπε ν’ αγαπάµε όλοι, ο ένας τον άλλο και τους εχθρούς µας ακόµη; «Σταύρωσον!… Σταύρωσον!…» ακουγόταν η λύσσα των Φαρισσαίων.
Γιατί; Εκατοντάδες εκατοµµύρια Κύριε, οι πιστοί Σου τώρα στον κόσµο. Πρόθυµοι προσέρχονται στους ναούς. Επαναλαµβάνουν µε συντριβή εγκώµια και ψαλµούς και το θρήνο των ιερέων για τη θυσία Σου.
Αλλά µε ποια χείλη; Και µε ποια αφτιά ακούουν; Για την αγάπη έδωσες το Θείο Σου αίµα, Ναζωραίε! Γι’ αυτήν ανήλθες στο Σταυρό, εν µέσω δύο λυστών.
Σε έβρισαν. Σε ελόγχισαν. Σε εχλεύασαν. Σε προπηλάκισαν οι δήµιοί Σου. Ύδωρ εζήτησες χολή και όξος σου έδωσαν. Όπως το φως της ανατολής, η διδασκαλία Σου εξαπλώθηκε στη γη. Επέρασε όρη και θάλασσες. Έλαµψε στις καλύβες των ταπεινών, εισχώρησε σε µέγαρα αρχόντων.
Έγινε πίστη και θρησκεία ο λόγος Σου. Αλλά είσαι ευχαριστηµένος από τους πιστούς και τους λάτρεις Σου, εκεί ψηλά, από όπου τώρα µας βλέπεις; Αυτό το θείο δώρο που µας έστειλες, από τη Βηθλεέµ έως το Γολγoθά, της ταπεινοφροσύνης και της αγάπης το µήνυµα το διακρίνεις, Κύριε, εν µέσω ηµών;: Αγαπώµεν αλλήλους, Κύριε….
Την ήρεµη αυτή εσπέρα της Άνοιξης, θλίψη απλώνεται παντού. Οδύνη και σιωπή. Σκότος εγένετο µέγα – νέφη καλύπτουν τα άστρα στον ουρανό και τις ψυχές των αναθρώπων.
Μη τάχα είναι το βαρύ συναίσθηµα της ευθύνης; Μήπως οι τύψεις για τη συνενοχή – όλων µας – την ανεξαίρετη ευθύνη µας κυριεύει; Μήπως διότι, ακόµα τώρα, ακόµα σήµερα – πλανάται πάντοτε στον αέρα το «σταύρωσον» – η κραυγή των δηµίων Σου, Κύριε; Μήπως και τώρα Κύριε, όταν τα χείλη Σε υµνούν – των ανθρώπων τα έργα µόνο χολή και όξος Σου προσφέρουν;
Έφτασε το βράδυ του µεγάλου Σαββάτου. Ο αργός θρήνος των καµπάνων σταµάτησε. Οι άνθρωποι αναπνέουν – η µεγάλη στιγµή πλησιάζει. Λαµπροφωτισµένη η εκκλησία µας. Στα χέρια µας κρατάµε τις εορτάσιµες λαµπάδες. Πόσο διαφορετικά είναι απόψε τα πρόσωπα! Οι άνθρωποι τώρα χαµογελούν.
Ο ιερέας εµφανίζεται στην Ωραία Πύλη. Η φωνή του αντηχεί επίσηµα όταν µας καλεί: «∆εύτε λάβετε φως!». Με αναµµένες τις λαµπάδες βγαίνουµε στο προαύλιο. Ο ιερέας ανεβαίνει στην εξέδρα και διαβάζει το Ευαγγέλιο της Ανάστασης. Η φωνή του δυναµώνει από στιγµή σε στιγµή – έως ότου ακούγεται θριαµβευτικά το άγιο µήνυµα: «Χριστός Ανέστη»!
Και όλοι ψάλλουµε µαζί του. «Πάσχα ιερόν. Πάσχα Άγιον. Πάσχα πανσεβάσµιον».
Επί τέλους οι βιαστικοί έφυγαν. Η ατµόσφαιρα εκκαθάρισε πάλι. Τώρα όσοι πιστοί, µπορούν να παρακολουθήσουν ήσυχα την αναστάσιµη λειτουργία – ως χριστιανοί, όχι ως δούλοι της µαγειρίτσας και των πασχαλινών γλυκισµάτων.
«Ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω, θάνατω πατήσας – και τοις εν τοις µνήµασι ζωήν χαρισάµενος”!
Ας είναι ευλογηµένο στους αιώνες το όνοµά Σου, Χριστέ ο Θεός ηµών!