Η Λωζάνη υπήρξε έδρα πολλών διεθνών διασκέψεων.
Η Λωζάνη πόλη της Εβετίας, στις όχθες της λίμνης Λεμάν, πάνω σε μικρούς λόφους. Είναι μεγάλο εμπορικό, τραπεζικό και τουριστικό κέντρο. Με σπουδαιότερο το μεσαιωνικό καθεδρικό ναό της Παναγίας.
Η συνθήκη της Λωζάνης υπογράφτηκε µεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας στις 24 Ιουλίου 1923, ύστερα από την ήττα του Ελληνικού Στρατού στη Μ. Ασία τον Αύγουστο του 1922. Οι διαπραγµατεύσεις για τη σύναψη της συνθήκης άρχισαν στις 21 Νοεµβρίου 1922. Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ελεύθεριος Βενιζέλος και της Τουρκικής ο Ισµέτ Ινονού. Με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία ξαναπήρε ολόκληρη τη Μικρασία, την Ανατολική Θράκη, την Κωνσταντινούπολη, τα νησιά Ίµβρο και Τένεδο και εγκατέλειψε τα εδάφη της Εγγύς Ανατολής υπέρ των Άγγλων και Γάλλων.
Επίσης η Τουρκία παραιτήθηκε από τα ∆ωδεκάνησα υπέρ της Ιταλίας και αναγνώριζε τη προσάρτηση της Κύπρου στην Αγγλία. Αποφασίστηκε επίσης η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσµών.
Έτσι, ανταλλάχτηκαν Έλληνες Μικρασιάτες µε Τούρκους που βρίσκονταν στα πέρα από τη ∆. Θράκη εδάφη.
Η σύµβαση της αλλαγής και η Συνθήκη της Λωζάνης έθεσαν ουσιαστικά τη συντελεσθείσα Μικρασιατική καταστροφή σε ένα ∆ιεθνές νοµικό πλαίσιο. Σήµερα η Τουρκία µηχανεύεται θεωρίες που οδηγούν σε «∆ηµιουργικές ερµηνείες» και αποσκοπούν στην αµφισβήτηση της κυριαρχίας στρατηγικών νήσων, ώστε να επιτευχθεί σχέδιο αναθεώρησης ή νέων διεκδικήσεων ή να αποκλείσει την Ελλάδα από το να απαιτεί θαλάσσιες ζώνες µε βάση τα νησιά. Παρά ταύτα η Συνθήκη της Λωζάνης και η κατοχύρωση της κυριαρχίας είναι το νοµικό εµπόδιο για τις Τουρκικές αµφισβητήσεις.
Πρόκειται για την περίφηµη θεωρία περί «γκρίζων ζώνων» και πλουτίζεται καθηµερινά µε το σαθρό επιχείρηµα ότι η αποστρατιωτικοποίηση, που κατά την Τουρκία είναι σε ισχύ και δεν τηρείται από την Ελλάδα αποτελεί όρο για την επιβεβαίωση της κυριαρχίας, θέτοντας το δίληµµα αποστρατιωτικοποίηση ή αµφισβήτηση της κυριαρχίας. Έτσι, η καινούργια αντίληψη των πρωτοφανών επιχειρηµάτων της ήταν για την ίδια αναγκαία, στηριγµένη αυτή τη φορά στο επίσης “έωλο” επιχείρηµα της αποστρατιωτικοποίησης για να αµφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία των µεγάλων νησιών. Όµως ο συµβατικός όσο και προσωρινός προορισµός στην ανάπτυξη στρατευµάτων στα νησιά του ΒΑ Αιγαίου, ουδόλως επηρεάζει το καθεστώς της κυριαρχίας που καθιερώθηκε µε τη Συνθήκη της Λωζάνης. Άλλωστε η Τουρκία εγείρει την παραβίαση της αποστρατιωτικοποίησης από το 1964, χωρίς ποτέ να έχει αµφισβητήσει την κυριαρχία τους. Αυτό αποδεικνύει συνεχή συναίνεση.
Η χρονική διάρκεια υποδηλώνει αποδοχή ότι η κυριαρχία στα νησιά δεν τελεί υπό αίρεση. Πάντως η Τουρκία είτε µε τη θεωρία των γκρίζων ζωνών είτε µε την αναβίωση της αποστρατιωτικοποίησης µετά από χειµερία νάρκη ετών, επινοεί τακτικές πιστεύοντας ότι µε κάποια από αυτές θα ταράξει τα νερά και θα οδηγήσει σε αναθεώρηση της Λωζάνης.
Η θεωρία των γκρίζων ζωνών µε την επιχειρηµατολογία ότι βράχοι και µικρές άγονες νησίδες που δεν κατονοµάστηκαν στη Συνθήκη της Λωζάνης είναι απροσδιόριστης κυριαρχίας, στηρίζεται επάνω σε ένα όχι τόσο χρήσιµο επιχείρηµα για τις θαλάσσιες ζώνες, δεδοµένου ότι οι βράχοι δεν υπολογίζονται ως σηµεία βάσης σε οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ (Αποκλειστικής οικονοµικής ζώνης).
Όµως, ο ισχυρισµός περί κυριαρχίας υπό την αίρεση της αποστρατιωτικοποίησης που επιστρατεύτηκε ελάχιστα ως νοµικό επιχείρηµα προς τούτο, αντιστρατεύεται άρδην το γράµµα και το πνεύµα της Λωζάνης, µε την οποία επικυρώνεται µεταξύ όλων των συµβαλλοµένων η άνευ όρων κυριαρχία που ήταν το ρυθµιζόµενο µε τη συνθήκη. ∆ιαφορετικά ένας τέτοιος όρος θα έπρεπε να προβλεπόταν ρητώς στη συνθήκη, σαφώς προσδιορισµένος και να προέκυπτε από µια ρητή αναφορά της δέσµευσης που εγκλείει για αναφορά στην Ελλάδα.
Ούτε από τα πρακτικά της συνδιάσκεψης προκύπτει ότι τέθηκε τέτοια αίρεση. Συνεπώς, η συνθήκη της Λωζάνης δεν αφήνει κανένα θαλάσσιο σχηµατισµό, είτε νησί είτε νησίδα ή βράχο, σε καθεστώς res nullius ή σε κατάσταση διεκδίκησης. Η νέα πραγµατικότητα από τη δεκαετία του ’70 έφερνε νέες προοπτικές, αλλά και προσδοκίες για τα παράκτια κράτη, που µπορούσαν να διεκδικήσουν διευρυµένη αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.µ. και τη πρόσφατη ΑΟΖ κυριαρχικών δικαιωµάτων και δικαιοδοσίας.
Η διάταξη του άρθρου 121 της Σύµβασης ∆ικαίου της θάλασσας του 1982 (Σ∆Θ ’82) εξίσωσε τα νησιά µε τα Ηπειρωτικά εδάφη όσον αφορά τα δικαιώµατα των θαλάσσιων ζωνών.
Μετά το 1974 οι Τουρκικές διεκδικήσεις εντάθηκαν και πολλαπλασιάστηκαν. Έθεσαν θέµα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγίου επικαλούµενη τη Συνθήκη της Λωζάνης που προέβλεπε αποστρατιωτικοποίηση προς αποφυγή νέων συγκρούσεων Ελλάδας – Τουρκίας, αποσιωπώντας όµως, ότι η στρατιωτικοποίηση υπήρξε η Ελληνική απάντηση στη δηµιουργία της «Στρατιάς του Αιγαίου» στα Τουρκικά παράλια απέναντι από τα Ελληνικά νησιά µετά το 1974. Οι Τουρκικές αιτιάσεις έφτασαν σταδιακά να καλύπτουν όλα τα νησιά, ακόµα και εκείνα που εξοπλίστηκαν κατά συµµετρία µε τα Στενά, την Ίµβρο και την Τένεδο µε τη Συνθήκη του Μοντρέ (Λήµνο – Σαµοθράκη), ή τα ∆ωδεκάνησα για τα οποία δεν είχε δικαιοδοσία ούτε πριν την παραχώρησή τους στην Ελλάδα. Ως προς την Αιγιαλίτιδα ζώνη, το 1995 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να επιβληθεί στην Αθήνα οριοθέτηση στα 6ν.µ. µε απειλή casus belli. Οµοίως για τον Ελληνικό εναέριο χώρο που είχε καθιερωθεί το 1931 σε 10 ν.µ.
Τη δεκαετία του 1990 η Άγκυρα πρόσθεσε την πολιτική των «Γκρίζων ζωνών» αµφισβητώντας την Ελληνική κυριαρχία, σε σειρά κυρίως νησίδων και βραχονησίδων, αργότερα και µεγάλων νησιών, µε το σκεπτικό ότι δεν κατονοµάζονται στις συνθήκες µε τις οποίες καταχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η Τουρκία υποστηρίζει ότι πολλές νησίδες καλύπτονται από τη Σύµβαση των Ηνωµένων Εθνών για το ∆ίκαιο της θάλασσας (UNCLOS 1982) – στο οποίο η Τουρκία δεν έχει προσχωρήσει – επειδή δεν τεκµηριώνουν ανθρώπινη κατοίκηση ή οικονοµική ζωή, εποµένως δεν έχουν δικαίωµα σε υφαλοκρηπίδα. Με αυτόν τον τρόπο διασπάται η ενότητα της Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο που γεµίζει µε ζώνες αµφισβητούµενων υδάτινων και θαλασσίων συνόρων.
Πιστεύω πως ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν θα συνεχίζει τη διαβρωτική ρητορική του στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, πλαίσιο µιας ευρύτερης συνεργασίας, γιατί δεν αρκείται σε µια έντιµη θέση στο πλαίσιο µιας ευρύτερης συνεργασίας, αλλά διεκδικεί ηγετικό και πατερναλιστικό ρόλο (άσκηση πολιτικής µε στόχο τον έλεγχο και την κυριαρχία επί των πολιτών).
Η Ελλάδα δεν είναι µεταξύ Ανατολής και ∆ύσης, όπως υποστηρίζουν αρκετοί που θέλουν µια χώρα ουδέτερη που θα τηρεί ίσες αποστάσεις. Τις ∆υτικές αξίες ενστερνίζεται και τα ∆υτικά συµφέροντα υπερασπίζεται.
Είναι µέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης και αποτελεί εγγυητή της Ειρήνης, της ασφάλειας και της συνεργασίας στην περιοχή.