Όσα χρόνια κι αν περάσουν πάντα οι Πανέλληνες θα εορτάζουν με ιερή συγκίνηση και κάθε δυνατή μεγαλοπρέπεια την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ήταν νύχτα 27ης προς την 28η Οκτωβρίου 1940, όταν ο Ιταλός διπλωμάτης Γκράτσι χτυπούσε την πόρτα της Ελλάδας ζητώντας γη και ύδωρ δηλαδή την τιμή και την ελευθερία της Πατρίδας μας. “ΟΧΙ”! Βροντοφώναξε ο Πρωθυπουργός Ιωάννης Μεταξάς στους Θρασείς νυχτοκλέφτες που τόλμησαν να θέλουν να μπουν στην Ελλάδα για να τη βεβηλώσουν. Και η υψηλότερη μέρα του νέου ελληνισμού εξημέρωνε και το Έπο, το κοσμοϊστορικό άρχιζε. Η Ελλάδα υψώνετο ως αν ασπίδα και φρούριο των εχθρών.
Ένα ολόκληρο έθνος παραληρούσε γεμάτο περηφάνεια, όχι για ένα χαρμόσυνο γεγονός, αλλά για την κήρυξη του πολέμου. Ένας ολόκληρος λαός κατευόδωνε τα παιδιά του που ξεκινούσαν για το μέτωπο με το χαμόγελο στα χείλη. Μίση, πάθη, πίκρες και διαφορές ξεχάστηκαν στη στιγμή και όλων η σκέψη στράφηκε στον “Υπέρ πάντων αγώνα”.
Όσοι έμειναν πίσω μετά τη γενική επιστράτευση δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια. Πολιτική επιστράτευση, οργάνωση καταφυγίων και έρανοι για την ενίσχυση του Ελληνικού Στρατού ήταν το πεδίο του πολέμου των μετόπισθεν.
Άνθρωποι που τα έβγαζαν δύσκολα πέρα, συνταξιούχοι και μικροεπαγγελματίες έδιναν στους εράνους από το στέρημά τους.
Ανύπαντρες κοπέλες πρόσφεραν τα χρυσαφικά τους, παντρεμένοι τις βέρες, τα ρολόγια τους, οι έμποροι τα αυτοκίνητά τους και οι πιο φτωχοί τα σεντόνια τους. Παράλληλα, χιλιάδες γυναίκες σ£ όλη τη χώρα ανέλαβαν να συμπληρώσουν τις ελλείψεις ιματισμούς των στρατιωτών. Σε όλα σχεδόν τα σπίτια, οι Ελληνίδες άρχισαν “τον πόλεμο της Βελόνας” πλέκοντας ασταμάτητα μάλλινα είδη, καθώς το φοβερό κρύο στο μέτωπο γινόταν ένας ακόμα αμείλικτος εχθρός, που ταλάνιζε τους στρατευμένους με κρυολογήματα και ακρωτηριασμούς.
Παράλληλα με το Έπος που γραφόταν στο μέτωπο, οι γυναίκες της Ηπείρου έδιναν ένα μοναδικό παράδειγμα αυτοθυσίας και πατριωτισμού, άλλοτε κουβαλώντας ασήκωτα πυρομαχικά και προμήθειες στα κακοτράχηλα βουνά για να μην αφήσουν τα παιδιά εκεί ψηλά χωρίς εφόδια και τρόφιμα κι άλλοτε μεταφέροντας στις πλάτες τους, τραυματίες ή θάβοντας τους νεκρούς. Υπήρχε και το προσκλητήριο της Φανέλας του Στρατιώτη. Πολλά σπίτια είχαν καλύψει τα τζάμια των παραθύρων με μπλε κόλες, ώστε να μπορούν να ανάβουν το φως μετά την ώρα της συσκότισης.
Έξι μήνες κράτησε ο αγώνας των ηρωϊκών παιδιών στα βουνά της Αλβανίας. Έξι μήνες κράτησαν τα όπλα στα χέρια τους τα παιδιά της Ελλάδας. Και ήρθε η στιγμή που η μαρτυρική μας Πατρίδα μπήκε στο δρόμο του Γολγοθά. Γερμανική Κατοχή. Με την κατοχή, άρχισαν οι ελλείψεις. Όλες οι σοδειές κατασχέθηκαν από τον κατακτητή ως λεία πολέμου ή αγοράστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές και μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Όλος ο κόσμος έβλεπε ότι τα πράγματα ήταν πια δυσεύρετα, οι τιμές είχαν φτάσει στα ύψη και τα χρήματα δεν είχαν καμία αξία. Για να εξασφαλίσεις το καθημερινό φαγητό, έπρεπε να αρχίσεις να πουλάς κοσμήματα και αντικείμενα αξίας, στους μαυραγορίτες. Η σύνταξη δεν έφτανε ούτε για το ψωμί, ενώ οι οικονομίες μιας ζωής εξαντλήθηκαν μέσα σε λίγους μήνες, εξαιτίας του πληθωρισμού.
Τον πρώτο καιρό, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν κάτισχνοι και αποστεωμένοι. Αργότερα άρχισαν να πεθαίνουν από την πείνα. Οι νεκροί έπαψαν πια να είναι κάτι ασυνήθιστο. Τα περισσότερα θύματα ήταν παιδάκια. Ο Ερυθρός Σταυρός άρχισε να οργανώνει συσσίτια. Ώρες ολόκληρες περίμεναν στην ουρά οι εξαθλιωμένοι Έλληνες για να πάρουν μια άνοστη σούπα με μερικές σταγόνες λάδι.
Τις “καλές” μέρες, μοίραζαν κι από ένα κόμματι μπομπότα στον καθένα. Ο κόσμος λιμοκτονούσε!
Δε θ΄ άντεχα να βλέπω τους Γερμανούς να σκοτώνουν ακόμα και μικρά παιδιά επειδή έκλεψαν ένα καρβέλι. Τι κτήνη θεέ μου!
Σκέφτηκα κι αυτούς που ήταν στην Αντίσταση. Έβαζαν σε κίνδυνο τη ζωή του, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια ελπίδα. Όσοι έπεφταν στα χέρια των Γερμανών περνούσαν φρικτά βασανιστήρια μέχρι να πεθάνουν.
Όμως τα δύσκολα χρόνια της κατοχής, επιτέλους πέρασαν. Ο Ελληνικός Λαός πλήρωσε βαρύ τίμημα αίματος, έμεινε όμως περήφανος και με άκαμπτο φρόνημα. Ώσπου έφτασε η μέρα της Λευτεριάς. Την ευλογημένη αυτή μέρα ο ήλιος έλαμπε κι όλη η πλάση γελούσε. Οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας ξεχύθηκαν στους δρόμους και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν την αποχώρηση των Γερμανών.
Πριν οι Γερμανικές δυνάμεις αποχωρήσουν, κατέστρεψαν κάθε Βιομηχανική υποδομή, από τα εργοστάσια του Πειραιά, μέχρι το αεροδρόμιο του Τατοΐου.
“Οι Ούνοι άφησαν πίσω τους συντρίμια μόχθου εκατό ετών”, έγραφε μια εφημερίδα. Απελευθέρωση! Ο αέρας δονείται από την κραυγή “Φεύγουν!”. Καθώς ο βασανισμένος Ελληνικός Λαός παραληρεί στους δρόμους, η Ελλάδα ύστερα από 1264 ημέρες Ναζιστικής κατοχής, είναι επιτέλους ελεύθερη! Με ξεχωριστή υπερηφάνεια το Αίγιο, γιορτάζει την 18η Οκτωβρίου 1940 τιμώντας τους ήρωες που έδωσαν το αίμα τους στον ιερό αγώνα, και εμείς οι Αιγιώτες υποσχόμαστε, πως αν χρειαστεί θα κάνουμε κι εμείς το ίδιο για να μείνει η Πατρίδα μας ελεύθερη, ειρηνική, αδούλωτη, η πιο όμορφη χώρα του κόσμου.
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΖΕΡΑΒΙΝΗΣ
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ” 28/10/2021