Οι ορθόδοξοι πιστοί τιµούµε µε ιδιαίτερο τρόπο την αγία ηµέρα της Υψώσεως του Σταυρού του Κυρίου µας.
Οι ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα, ενώ έχει θεσπισθεί αυστηρή νηστεία. Κατακλύζουµε του ιερούς ναούς προκειµένου να προσκυνήσουµε τον Τίµιο Σταυρό και να αντλήσουµε δύναµη και χάρη ουράνια από αυτόν. Παίρνουµε µαζί µας κλώνους βασιλικού ως ευλογία και τον εναποθέτουµε στα εικονίσµατα ως ελιξίριο κατά του κακού. Γνωρίζουµε πολύ καλά ότι η τιµή και η προσκύνηση του Σταυρού είναι προσκύνηση του Ίδιου του Εσταυρωµένου Λυτρωτή µας Χριστού και όχι ειδωλολατρική πράξη, όπως κακόβουλα µας κατηγορούν οι ποικιλώνυµοι αιρετικοί. Ο Σταυρός του Κυρίου µας είναι το καύχηµά µας, το νικηφόρο λάβαρο κατά του µεγαλύτερου εχθρού µας, του διαβόλου, το αήττητο όπλο κατά του πολυπρόσωπου κακού. Με ένα στόµα και µε µια καρδιά ψάλλουµε τον υπέροχο παιάνα τροπάριο της µεγάλης εορτής: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονοµίαν Σου».
Εντοπίστηκε ύστερα από θαύµα
Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Φιλοστόργιος και Νικηφόρος αναφέρουν ότι ο Σταυρός του Κυρίου εντοπίσθηκε ύστερα από θαύµα, όταν τοποθετήθηκε πάνω σε νεκρή γυναίκα και αυτή αναστήθηκε. Στη θέση αυτή υπήρχε ο ναός της Αφροδίτης, που είχε ανεγείρει το 135 ο ρωµαίος αυτοκράτορας Αδριανός, µετά τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήµ. Η Ελένη, αφού διέταξε να τον γκρεµίσουν, έχτισε στη θέση του τον περικαλλή Ναό της Αναστάσεως, ο οποίος αποτελεί µέχρι σήµερα ένα από τα σηµαντικότερα µνηµεία του Χριστιανισµού. Ο Σταυρός του Κυρίου παραδόθηκε στον Πατριάρχη Ιεροσολύµων Μακάριο, ο οποίος τον τοποθέτησε στον ναό της Αναστάσεως στις 14 Σεπτεµβρίου 335.
Η δεύτερη Ύψωση του Τιµίου Σταυρού σχετίζεται µε τους Βυζαντινο-Περσικούς Πολέµους (602-628). Το 614 οι Πέρσες κυρίευσαν την Παλαιστίνη και αφού λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα ιερά προσκυνήµατα του Χριστιανισµού, πήραν µαζί τους ως λάφυρο τον Τίµιο Σταυρό. Οι πυρολάτρες Πέρσες θεώρησαν τον Σταυρό µαγικό, εξαιτίας κάποιων θαυµάτων που έγιναν και τον προσκυνούσαν. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, µετά την οριστική νίκη του εναντίον των Περσών το 628, ανέκτησε το ιερό σύµβολο της Χριστιανοσύνης και το µετέφερε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη (14 Σεπτεµβρίου 629), όπου αποτέλεσε µέρος του θριάµβου του και στη συνέχεια στα Ιεροσόλυµα.
Λαογραφία
Η γιορτή του Σταυρού έχει ιδιαίτερη σηµασία για τους γεωργούς, διότι αποτελεί την αφετηρία της νέας χρονιάς, ενόψει της σποράς. Οι γεωργοί φέρνουν στην εκκλησία µείγµα από τα δηµητριακά που θα σπείρουν για να δεχθούν την ειδική ευλογία του ιερέα: «Βλαστήσαι την γην, και δούναι σπέρµα το σπείροντι, και άρτον εις βρώσιν» («Ευχή επί ευλογήσει του σπόρου»).
Την ηµέρα του Σταυρού, οι ναυτικοί συνήθιζαν να σταµατούν τα µακρινά ταξίδια µε ιστιοφόρα, όπως συµβούλευε η παροιµία: «Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε».
Με το βασιλικό που παίρνουν από την εκκλησία, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να φτιάχνουν το προζύµι της χρονιάς (Πήλιο, Κορώνη κ.ά).
Στην Αίγινα αναβιώνει ο λεγόµενος «Λειδινός», µία µιµητική παράσταση, µε µοιρολογήµατα και ταφή ενός οµοιώµατος µικρού παιδιού, έθιµο µε πιθανότατα αρχαία καταγωγή. Ακολουθεί η προσφορά κολλύβων και η τελετουργία κλείνει µε χορούς και τραγούδια. Οι επιλογικοί στίχοι του µοιρολογιού:
Πάλι θα ρθεις, Λειδινέ µου
Με του Μάρτη τις δροσιές
Με τ’ Απριλη τα λουλούδια
Τσαι του Μάη τις δουλειές…
Ήρθε η ώρα να µας φύγεις,
πάαινε εις το καλό,
τσαι µε το καλό να έρθεις
τσ’ όλους να µας βρεις γερούς…
Εορτασµός
Η Ύψωση του Τιµίου Σταυρού εορτάζεται µε ιδιαίτερη λαµπρότητα κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεµβρίου. Στις εκκλησίες ψάλλεται, µεταξύ των άλλων, το πασίγνωστο απολυτίκιο «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» και στους πιστούς µοιράζονται κλώνοι βασιλικού, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την παράδοση ότι στο µέρος που βρέθηκε ο Τίµιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωµατικό αυτό φυτό. Η Εκκλησία επιτάσσει την ηµέρα αυτή αυστηρά νηστεία.