Δεν ξεχνάμε: Η 18η Σεπτεμβρίου είναι για τους Αιγιώτες και την περιοχή μας μια εξόχως ιστορική ημερομηνία, καθώς σαν σήμερα στα 1944 οι Γερμανοί αποχώρησαν από την πόλη μας, ύστερα από μια περίοδο εφιαλτικών διαστάσεων. Διαστάσεων κολάσεως.
Ο αδίστακτος και υπάνθρωπος Τέννερ για τριάμισι χρόνια κρατούσε τις ζωές μας στα ματωμένα χέρια του, δολοφονώντας, βασανίζοντας, ξεβράζοντας πάνω μας ό,τι πιο ανήθικο έκρυβε μέσα στο ναζιστικό του έρεβος. Αλλά, 18 Σεπτεμβρίου, τέλειωσε η βασιλεία του. Η Γερμανία, ηττημένη και ταπεινωμένη, έχοντας προλάβει όμως να γιομίσει την ανθρωπότητα με νεκρούς κι ερείπια, φεύγει από το προσκήνιο. Ο Τέννερ και οι συνεργάτες του μαζεύουν τα μπογαλάκια τους (πράγματα καθημερινής χρήσης, οπλισμό και κάθε λογής υπηρεσιακά έγγραφα) και με νευρικές κινήσεις συγκεντρώνονται στην αποβάθρα του αιγιώτικου λιμενοβραχίονα. Ήδη, στο σημείο αυτό, είχαν συρρεύσει και άλλες γερμανικές στρατιωτικές ομάδες, και όλη την επιχείρηση της συγκέντρωσης και πασών των κινήσεων διευθύνει και επιβλέπει προσωπικώς ο “εκλαμπρότατος” Χέλμουτ Φέλμυ, πτέραρχος, επικεφαλής των δυνάμεων κατοχής της νοτίου Ελλάδος και διοικητής του 68ου Σώματος Στρατού (καταδικάστηκε σε 15ετή φυλάκιση ως εγκληματίας πολέμου από το Δικαστήριο της Νυρεμβέργης). Εδώ θα επιβιβαστούν σε ένα από τα ad hoc αποσταλέντα πολεμικά πλοία, κι αυτό, απομεσήμερο πια, θα βγει από το λιμάνι και θα πάρει ρότα για την απέναντι στεριά.
Στο μεταξύ, το νέο της αποχώρησης των Γερμανών και της απελευθέρωσης έχει, εδώ και ώρες, από στόμα σε στόμα διαχυθεί σ’ όλον τον πληθυσμό, οι καμπάνες των εκκλησιών ηχούν πανηγυρικά, και ξεκινάει η μεγάλη γιορτή της εθνικής και κοινωνικής αναστάσεως. Αυτό σταδιακά γίνεται σ’ όλες τις πόλεις, καθώς, στη μια μετά την άλλη, η μιαρή φάρα των Ναζί “εξεμέτρησε το ζην” εν Ελλάδι και ξεκουμπίζεται.
Για το Αίγιο, ωστόσο, κατ’ εξαίρεσιν απ’ όλη την άλλη Ελλάδα, η 18η Σεπτεμβρίου υπήρξε συνάμα και η πιο χαρμόσυνη, αλλά και η πιο θανατερή ημέρα. Χαρμόσυνη, για τον λόγο που είπαμε: ύστερα από 1230 ημέρες άγριας κατοχής, αναπνεύσαμε. Και θανατερή, διότι, ενώ όλος ο άλλος κόσμος έστηνε εξέδρες πανηγύρεων, εμείς μετρούσαμε και πάλι φέρετρα.
Συγκεκριμένα: ο Τέννερ και οι περί αυτόν, “διαβάζοντας” τα σημεία των καιρών και αντιλαμβανόμενοι ότι είναι προ των πυλών η ώρα της αποχώρησης, είχαν συλλάβει τις τελευταίες μέρες πάνω από δυο δεκάδες λεβέντες (είκοσι; είκοσι τρεις; είκοσι πέντε; δεν είναι εξακριβωμένο, αλλά κάπου εκεί), και φεύγοντας τους πήραν μαζί τους ως ομήρους, για να είναι, οι αιμοσταγείς, ασφαλέστεροι στις πρώτες ώρες της αναχώρησης και της διέλευσης του αιγιώτικου Κορινθιακού.
Κατά τον Χέρμαν Φρανκ Μάγερ (θα τον ξανασυναντήσουμε λίγες γραμμές παρακάτω), είχαν τους ομήρους δεμένους ανά δύο, ταλαιπωρημένους και κακοντυμένους, κι έλειπε από τα μάτια τους η παραμικρή σπίθα ελπίδας. Ήταν ένα μέτρο αντίστοιχο με το σατανικό τέχνασμα της «κλούβας», που επινόησαν κι εφάρμοσαν οι κατακτητές σ’ όλη την κατοχή για τις μετακινήσεις τους με τον σιδηρόδρομο, προκειμένου να αποτρέπουν τα σαμποτάζ και τις επιθέσεις των Ελλήνων της Αντίστασης.
Αφού πέρασαν, λοιπόν, με το πλοίο απέναντι, στης Ερατεινής τον κόλπο, μπήκαν σε οχήματα, κατευθυνόμενοι από Φωκίδα προς Φθιώτιδα. Ενώ ήταν στη διαδρομή Ιτέας – Άμφισσας, κοντά στο χωρίο Χρισσό (αρχαία Κρίσσα), στους πρόποδες του ξακουστού βράχου των Δελφών, η φάλαγγα σταμάτησε. Εκεί δόθηκε η εντολή να εκτελεστούν οι όμηροι. Στη στιγμή, άστραψαν οι κάννες των Γκλάιχ, Πίχλερ και Πουτς (όπως τους κατονομάζει ο προαναφερεθείς Χέρμαν Φρανκ Μάγερ στο μνημειώδες βιβλίο του «Από τη Βιέννη στα Καλάβρυτα / Τα αιματηρά ίχνη της 117 Μεραρχίας Καταδρομών στη Σερβία και Ελλάδα»), και οι Έλληνες λεβέντες εκεί άφησαν την τελευταία ανάσα τους. Αυτή μάλλον ήταν και η τελευταία εν Ελλάδι μαζική δολοφονική “υπογραφή” του ναζιστικού τέρατος.
Όλοι τους, νέοι άνθρωποι, κάποιοι στην πρώτη ακόμα εφηβεία τους, ήσαν κάτοικοι του κεντρικού Αιγίου και των διαμερισμάτων Τεμένης και Κρόκοβας (σημερινού Σελινούντα). Δεν έχουμε όλων τα ονόματα (γιατί, δυστυχώς, δε φρόντισαν ούτε οι τότε ούτε οι αμέσως επόμενοι τοπικοί άρχοντες για τα αυτονόητα), αλλά ανάμεσά τους περιλαμβάνονταν και οι: Ιω. Χαντζής, Γ. Σπανός, Τέμενη / Κων. Αντωνάτος / Παν. Δημητρόπουλος / Γκόφας / Γ. Μαυρουδής / Γ. Σάββας / Αηδόνης (παρωνύμιο, επειδή τραγουδούσε εξαίσια) / Αθ. Σταματόπουλος, Κρόκοβα / Μιχ. Μπούρδαλος, Κρόκοβα / Μιχαλόπουλος, Κρόκοβα /Θεόδ. Μιχαλόπουλος, Κρόκοβα / Φιλέλης, Κρόκοβα / Γ. Σαββόπουλος, Τέμενη / Γ. Λαμπρόπουλος, Τέμενη / Γ. Λουκόπουλος, Τέμενη / Αθ. Κολοκυθάς. Τα οστά των 5 κατοίκων Κρόκοβας σήμερα ευρίσκονται σε ομαδικό τάφο στο νέο κοιμητήριο του εν λόγω Δημοτικού Διαμερίσματος, και στην επιτύμβια στήλη αναγράφεται πως είκοσι δύο (22) εν συνόλω εκτελέστηκαν.
Πάντως, είτε ήσαν είκοσι δύο, είτε λίγο πάνω, είτε λίγο κάτω, η ουσία είναι πως και την ύστατη ώρα που ο γερμανικός στρατός μάζευε τα κουρέλια του, η ναζιστική διαστροφή λειτουργούσε στο ακέραιον. Με τον ίδιο σαδισμό και την ίδια παράκρουση, που εννιά μόλις μήνες ενωρίτερα ο ναζισμός είχε διαπράξει το Καλαβρυτινό σατανικό ολοκαύτωμα. Έτσι, στις 18 Σεπτεμβρίου 1944, ακριβώς δηλ. την ημέρα της ημετέρας απελευθέρωσης, και παράλληλα με το “εν χορδαίς και οργάνω” , εν εξελίξει λαϊκό ξεφάντωμα, ενεγράφη και το Αίγιο στο ογκώδες ελληνικό μαζικό κατοχικό μαρτυρολόγιο.