Διαβάζω ότι ανακινήθηκε τελευταία και για πολλοστή φορά το πάντα επίκαιρο ζήτημα σχετικά με την εκμετάλλευση των εγκαταστάσεων και του περιβάλλοντος χώρου της πάλαι ποτέ εμβληματικής Χαρτοποιίας Αιγίου.
Ας πούμε κι εμείς τη φτωχή σκέψη μας, χωρίς την παραμικρή διάθεση εμπλοκής στα δημοτικά πράγματα, κάτι που είναι εντελώς έξω από το ήθος μας και το ύφος μας: βρισκόμαστε σ’ ένα σημείο του εθνικού μας αφηγήματος, που όλα δείχνουν ότι οι δρόμοι προς τα πίσω έχουν κλείσει, και η χώρα μόνον μπροστά μπορεί να πάει.
Σα να είμαστε στα 1950, όταν, ύστερα από τη δεκαετία της συμφοράς με την ξενική κατοχή και τον Εμφύλιο της “λεβεντιάς”, συντονίστηκαν τα πάντα προς τη θετική κατεύθυνση της Ιστορίας. Αυτό διήρκεσε κάποιες δεκαετίες. Μετά ήρθαν τα … εκσυγχρονιστικά: αλόγιστος δανεισμός, πλαστή ευημερία, ευνουχισμός της σκέψης του πλήθους, ευάερα και ευήλια προνόμια στις συνδικαλιστικές προπαγανδιστικές ηγεσίες, ελεύθερες καταδύσεις στα κρατικά ταμεία, και τα γνωστά παρεπόμενα. Εν πάση περιπτώσει … Έτσι, λοιπόν, και τώρα, αφού προηγήθηκε μια ντουζίνα ετών με γούβες θανάτου και σκληρές ανηφόρες, η λογική (στο βαθμό που μπορείς να την εμπιστευτείς με όσα είδαμε και βλέπουμε) και η περιρρέουσα αίσθηση λένε ότι … είμαστε καταδικασμένοι να τα πάμε καλύτερα. Μακάρι, να μη διαψευστούν ούτε η λογική ούτε κι η αίσθηση! Τούτων ούτως εχόντων, ας μπούμε στο κυρίως θέμα.
Η πόλη διαθέτει αυτό το σπουδαίο περιουσιακό στοιχείο, που έχει και άπλα και περίοπτη θέση και λαμπρή πρόσφατη ιστορία. Διότι εδώ λειτούργησε η μεγαλύτερη των Βαλκανίων και εκ των μεγαλυτέρων της Ευρώπης βιομηχανική μονάδα χάρτου, που πάνω της πάτησε και στηρίχτηκε και περπάτησε (οικονομικά, εργασιακά, πολιτισμικά, συνδικαλιστικά, κοινωνικά) ο περασμένος αιγιώτικος αιώνας, και ανέδειξε – σε συνδυασμό και με τις γιγαντιαίες σταφιδαποθήκες – το συμπαθές μικρό μας άστυ σε μια από τις πιο ζωηρές και θορυβώδεις εργατομάνες. Οι έχοντες ηλικίαν τινά διατηρούμε ακόμα στα ώτα και στη μνήμη τον ουρανομήκη ήχο από την μπουρού και τις στρατιές των υπαλλήλων και εργατών, που από όλους τους δρόμους και τους παράδρομους συνέκλιναν στο τεράστιο εργοστασιακό συγκρότημα ανά οχτάωρο. Η σταδιακή φθορά και παρακμή της Α.Α.Ε. Χαρτοποιίας και της θυγατρικής της, της Χαρτοβιομηχανίας Α.Ε., συμπαρέσυρε όλο το αιγιώτικο σκηνικό στον κατήφορο.
Πάνε κοντά σαράντα χρόνια αφότου η εν λόγω οικοδομημένη και ακάλυπτη έκταση εκχωρήθηκε στα ερπετά, στα τρωκτικά και στα πετούμενα. Κάποια στιγμή άνοιξε η φωτεινή παρένθεση με την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αλλά ως θνησιγενές δάνειο δεν είχε αντοχές κι έληξε. Κι ερχόμαστε στο τώρα. Λέγονται διάφορα. Κατέβηκε, λένε, πρόταση προς το Λιμενικό Ταμείο για παραχώρηση μέρους των 83.000 τ.μ., από ιδιώτη για την ίδρυση ναυπηγείου, ή κάτι τέτοιο. Εξ αυτού προκύπτει ένας σωρός από «υπαρξιακά» ερωτήματα, που αφορούν (γενικά και άσχετα από τη συγκεκριμένη περίπτωση) στον τρόπο, στο είδος, στο αντικείμενο χρήσης, στην αξιοπιστία του χρήστη, στο χρονικό βάθος, στον ορισμό δεσμεύσεων, και στις άλλες συνθήκες γύρω από την παραχώρηση. Αυτά, βέβαια, θα τα βρουν και θα τα πουν οι επαΐοντες.
Αναμφίβολα, η εξίσωση είναι πολύ δύσκολη. Ωστόσο, εμείς θα σημειώσουμε μόνον ένα προαπαιτούμενο, που το θεωρούμε αυτονόητο. Λοιπόν, εξυπακούεται πως, όταν αποφασίζεται αν η συλλογή των αστικών απορριμμάτων θα ξεκινάει από την Καλλιθέα προς τα κάτω ή από την Αγία Άννα προς τα πάνω, αυτό είναι θέμα αποκλειστικά του οικείου φορέα. Αλλά η αξιοποίηση του πολυχώρου της Χαρτοποιίας που συνδέεται με την τύχη όλων ημών στο παρόν και στο μέλλον, αφορά άμεσα όλη την πόλη, και συλλογικά και ατομικά. Και καμία αρχή (ούτε χτες, ούτε σήμερα, ούτε αύριο) δεν εξουσιοδοτείται να διαπραγματευθεί και να υπογράψει το θέμα σ’ ένα κλειστό γραφείο. Μολονότι «οι καιροί ου μενετοί», δηλ. οι ευκαιρίες έρχονται, παρέρχονται και δεν περιμένουν, εδώ το πράγμα θέλει άνεση χρόνου και πολλή συζήτηση. Και σ’ αυτήν τη συζήτηση, θέση μάχης έχουν οι πάντες: οι εκπρόσωποι του Δήμου, οι φορείς, οι οργανώσεις, οι ενώσεις, η αγορά, η απασχόληση, οι ιδιώτες. Είπαμε: οι πάντες. Γιατί, ναι μεν είναι αληθές πως «όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει», αλλά, από την άλλη, «αγάλι, αγάλι, γίνεται η αγουρίδα μέλι», που σημαίνει πως για τις σημαίνουσες αποφάσεις είναι αναγκαίο να προηγούνται εξαντλητικές και πολλαπλές – αλλά καθαρές- ζυμώσεις
. Εν κατακλείδι: όλα στο φως! Κατά τα άλλα, μπορεί να είναι υπερβολή, αλλά μπορεί και να μην είναι, αν πούμε πως, όπως γύρω στα 1930 η Χαρτοποιία έκανε το θαύμα της, μπορεί – ως “όναρ σκιάς” – να το επαναλάβει και σήμερα. Η συγκυρία είναι κατάλληλη. Τόσα βλέπουμε γύρω μας! Αν μας ερωτευτεί μια μεγάλη αμερικάνικη, ή ευρωπαϊκή, ή κινέζικη, ας είναι και νοτιοκορεάτικη, εταιρεία, και μας ζητήσει τα κλειδιά του παραδείσου, αυτόματα ανεβαίνουμε κατηγορία. Εγώ λέω “σωθήκαμε”! Τέτοιοι γάμοι στις μέρες μας είναι συνηθισμένοι, κι όσο θα απομακρυνόμαστε από το πρόσφατο τριαδικό νεκρό σημείο (πτώχευση, πανδημία, πόλεμος), τόσο οι ευκαιρίες θα πολλαπλασιάζονται. Γιατί να μην βρεθεί και για μας ένας σοβαρός, έντιμος, έγκυρος και φτωχός … ζάπλουτος; Τα προσόντα τα έχουμε.