Από κεκτημένη ταχύτητα, θέλω να μείνω στο διήμερο (24 και 25) της επετείου της Παλιγγενεσίας. Γιατί ήταν μια καλή ελληνική ΪστιγμήΜ, όχι μόνο στο επίπεδο των δηλώσεων και των συμβολισμών, αλλά και επί της ουσίας. Γέμισαν για δύο εικοσιτετράωρα οι οθόνες των σπιτιών μας με ιστορικές πληροφορίες, και ιστορικά ενθυμήματα. Περίσσευσαν οι λέξεις, οι παραστάσεις, οι εικόνες, οι ρήσεις, οι κρίσεις, τα χωρία κειμένων, οι λεπτομέρειες, οι αποτιμήσεις γύρω από τη σύλληψη, τη γέννηση και τη διαδρομή του εθνικού κράτους. Έτσι, η επιστήμη της Ιστορίας τούτες τις μέρες είχε την τιμητική της. Ασυζητητί, αυτό είναι πολύ καλό.
Πολύς κόσμος τέντωσε τ΄ αυτιά του, για να ακούσει, να μάθει, να εμπλουτίσει τις γνώσεις του γύρω από τα πολεμικά, διπλωματικά και πολιτικά γεγονότα, τον ξένο παράγοντα, το έργο του Καποδίστρια, τον βίο και την πολιτεία του Όθωνα, και για τα περαιτέρω. Το ενδιαφέρον του πλήθους για το παρελθόν, για την προέλευση, για τις ρίζες, φανερώνει εκλεπτυσμένη συνείδηση και πνευματικό πολιτισμό. Αρκεί το ενδιαφέρον να μη μένει στην επιφάνεια, αλλά να ακουμπά στα βαθύτερα, να διαμορφώνει συμπεριφορές και να βελτιώνει το άτομο. Από την άλλη μεριά, όμως, ας μην περιμένουμε από την Ιστορία πολύ περισσότερα απ£ όσα μπορεί να μας δώσει. Γιατί έχει κι αυτή τις δικές της σκοτούρες.
Μεγάλες σκοτούρες. Και δεν είναι μόνο το ότι η ιστορική αντικειμενικότητα είναι δυσεύρετη, επειδή συνηθέστερα στην ερμηνεία και στην συγγραφική αποτύπωση των πραγμάτων παρεμβαίνουν οικονομικά συμφέροντα, πολιτικές θέσεις και πολιτικά πάθη, ιδεολογικές αντιλήψεις, ιδεοληπτικές αγκυλώσεις, συντεχνιακές επιδιώξεις, θρησκευτικοί λόγοι, και χίλια δυο ακόμα, αλλά και το ότι στα ουσιώδη και στα πιο κρίσιμα η Ιστορία είναι γιομάτη κενά. Γεμάτη τρύπες. Και τούτο, διότι δεν φροντίζουμε εμείς, οι εκάστοτε σύγχρονοι, ως χτίστες και μεταδότες της εποχής μας, να αφήσουμε με κάποιον τρόπο καθαρό το στίγμα μας στους επόμενους.
Να, ένα οικείο παράδειγμα: οι Αιγιώτες υποστηρίζουμε, κι έτσι πρέπει να είναι, ότι η Βοστίτσα ήταν η πρώτη πόλη που ελευθερώθηκε το ’21, και μάλιστα αμαχητί, καθώς οι λιγοστές τούρκικες οικογένειες, βλέποντας ότι έρχονται μέρες δύσκολες, έντρομες και με τις αποσκευές χειρός που μπορούσαν να σηκώσουν, έφυγαν -υπό την προστατευτική ομπρέλα των ντόπιων- και πέρασαν στη Ρούμελη. Κι από κει; Από δω ξεκινούν τα κενά. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν καρφωμένοι εδώ από πατέρα, παππού, προπάππο, και πολλές γενιές πίσω. Δηλ. ήταν βέρα Βοστιτσάνοι. Λοιπόν, τι απέγιναν; Που κατέληξαν; Ήταν δυο με τρεις εκατοντάδες νοματαίοι. Μεταξύ τους υπήρχαν παιδιά, έφηβοι, νέοι που είχαν όλη τη ζωή τους μπροστά. Υπέστησαν μιαν αναγκαστική μετανάστευση, ή, σωστότερα, μια προσφυγιά. Άραγε, κάποιοι εξ αυτών δεν επέστρεψαν ποτέ ως επισκέπτες στην κοινωνία που γεννήθηκαν και στους κόλπους της οποίας πέρασαν την πρώτη και βασική περίοδο της ζωής τους; Δε δέθηκαν με τα χώματα της γενέτειρας; Εκεί που πήγαν διωγμένοι, δε βίωσαν τη μελαγχολία της νοσταλγίας, τον βασανιστικό νόστο που κρατάει απ΄ τον Όμηρο; Δεν υπήρξαν ανάμεσά τους άτομα, που ν΄ αλλαξοπίστησαν, ώστε να παραμείνουν στων πατεράδων τους τη γη; Και κοντά σ΄ αυτά, κι άλλες απορίες: όσο ήταν εδώ, ποια ήταν η σχέση τους με τους “γκιαούρηδες”; Πού εφάπτονταν με “μας”, πού διέφεραν; Κ.λπ., κ.λπ. Αυτά είναι θεμελιώδη στοιχεία της ταυτότητας μιας χρονικής περιόδου.
Κι όμως, δεν υπάρχουν ίχνη απαντήσεων, για να μπορεί κάποιος να συναρμολογεί πειστικά το παρελθόν και να χαράζει με σχετική ακρίβεια τις συνισταμένες του δημόσιου και ιδιωτικού βίου και των δραστηριοτήτων στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Υπάρχουν μεν ενδείξεις “κατ΄ αναλογίαν”, ή “δια της απλής λογικής”, ή “κατά μίμησιν”, ή “κατά συνεκδοχήν”, και άλλα συγγενή σχήματα, αλλά εξειδικευμένες κατά περίπτωσιν και ολοκληρωμένες καταγραφές δεν υπάρχουν. Πηγές από την πηγή δεν υπάρχουν. Το ίδιο θα συμβεί μετά κάμποσα χρόνια, όταν, λόγου χάρη, κάποιος θα γνοιαστεί ν΄ απαντήσει στο εξής ερώτημα: ως γνωστόν, σήμερα ένα πλήθος αιγιωτόπουλα, απόφοιτοι κατά βάση πανεπιστημιακών σχολών υψηλής βαρύτητας, πήραν των οματιών τους και εργάζονται στο εξωτερικό (γιατροί, μηχανικοί, πληροφορικάριοι, ηλεκτρονικοί, οικονομολόγοι και λοιποί). Από τις συγγενικές και γνωστές μου οικογένειες, περισσότεροι είναι οι νέοι οι εκτός, παρά οι εντός.
Κάποιος αιγιώτης ιστορικός ή φιλίστωρ στο μέλλον, θα αναρωτηθεί: τι απέγινε όλος τούτος ο κόσμος; Δε θα μάθει ποτέ. Γιατί δεν θα το μάθουμε ούτε κι εμείς. Και δε θα το μάθουμε, γιατί δε θα το ψάξουμε. Κι όπως λέει μια φιλοσοφημένη ρίμα “αν δεν αστράψει, δε βροντά, κι αν δε βροντά, δε βρέχει”.
ΚΩΣΤΑΣ ΒΕΛΑΩΡΑΣ
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”