«Ποια είν’ η γνώμη σου για τον Κασσελάκη;» έχω ερωτηθεί από γνωστούς και φίλους, όπως συνήθως γίνεται στις παρέες. Να σου πω: Λοιπόν, εξαρχής – ως απλός παρατηρητής – ήμουν από αυτούς που τα έβρισκαν όλα μαύρα. Μάλλον, δικαίως. Κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν, ποιος είναι, ποιος του έδειξε τον δρόμο, ποιοι του άνοιξαν την πόρτα, ποιοι του άναψαν τα φώτα, και ο νέος μπήκε. Εν τω μεταξύ, από μακριά φαινόταν πως είχε άγνοια για τα πάντα: για τα παρελθόντα του τόπου, για τη διαδρομή των κομμάτων, για τα εξωτερικά και τη διπλωματία, για την ελληνική νοοτροπία, για την πολιτική ελληνική ιστορία. Ασχετοσύνη ολική!
Αστειευόμασταν μ’ έναν συριζαίο παραμονή της 28ης Οκτωβρίου. «Μην τον αφήνετε» του ’λεγα «να βγαίνει στα Μέσα! Εμποδίστε τον! Να, αύριο είναι η εθνική μας γιορτή. Μην τον αφήστε μπροστά σε μικρόφωνο, γιατί το πιο πιθανό είναι να πει ζήτω το’21!». Και τα πρώτα μηνύματα που εξέπεμψε ήταν … ένα μάτσο χάλια. Λόγου χάρη, «είμαι ο μόνος που μπορώ να κερδίσω τον Μητσοτάκη!», ή το άλλο που έβαζε να το λένε οι δικοί του: «ο Στέφανος μαθαίνει γρήγορα!». Αυτό το τελευταίο είναι … όλα τα λεφτά. Γιατί ποτέ ώς τώρα, κι από κανέναν, με βάση την υφιστάμενη βιβλιογραφία, δεν είχε επισημανθεί το «μανθάνειν στο πίτς και φιτίλι» ως ένα «εκ των ων ουκ άνευ» του ηγέτη.
Ενδεικτικά, ο διάσημος Ιταλός πολιτικός και διπλωμάτης, Νικόλο Μακιαβέλι, έκρινε ως απαραίτητα προσόντα του ηγεμόνα την ευελιξία, την ταχύτητα στη λήψη αποφάσεων, την πυγμή στη διοίκηση, την ικανότητα να υποδύεται και την αλεπού και το λιοντάρι ταυτόχρονα, την εφαρμογή του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» και τα … συνώνυμα. Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Αριστοτέλης και οι λοιποί, εστίαζαν κατά κανόνα στις ηθικές αξίες και αρετές, όπως η φρόνηση, η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η μετριοφροσύνη, η μεσότης, η στωικότης και οι «συν αυταίς». Τώρα προστίθεται και το «πιτς φιτίλι». Εντάξει, δεκτόν.
Εν πάση περιπτώσει, παρά την πρώτη γερή ψυχρολουσία, δεν απέκλεια η αρχική μου εντύπωση να διαψευστεί, προϊόντος του χρόνου, και να δω ανατροπή. Άλλωστε, όλα τα έχουμε δει, και ποτέ μη λες «παίρνω όρκο». Και πράγματι, τελευταία, άλλα βλέπω. Έχω μπροστά μου δυο εικόνες. Από τη μια είναι οι καρεκλοδεμένοι και βολεμένοι, η ατελείωτη διπλοπροσωπία κι ο φαρισαϊσμός, οι επαγγελματίες της ιδεολογίας, οι ικανοί για τα πάντα μπρος στον κίνδυνο της απώλειας του ατομικού συμφέροντος και της όποιας εξουσίας. Δεν ξεχνώ ότι όλοι αυτοί (Τσακαλώτος, Φίλης, Βίτσας, Βούτσης και οι λοιποί μανδαρίνοι της Αριστεράς) έκαναν καριέρες καταγγέλλοντας τους άλλους για «δολοφονία χαρακτήρων»! Αστείο δεν είναι;
Κι από την άλλη μεριά, έχω έναν που αποπνέει μιαν αθωότητα, μιαν ειλικρίνεια, έναν ανεπιτήδευτο αυθορμητισμό, μια μεγαλοψυχία κι ας τον πυροβολούνε, αλλά κι έναν που ταυτόχρονα έχει τσαγανό, έναν αποφασισμένο «να λέμε αλήθειες», έναν που, ευτυχώς, επειδή δεν εκπαιδεύτηκε στα δικά μας κομματικά ημίφωτα, είναι εντελώς ξένος προς την ατελεύτητη, παντοδύναμη, διαχρονική και καθολική νεοελληνική πολιτική υποκρισία. Έναν με αρκετά «πλην», αλλά κι ασυνήθιστα «συν». Έναν που, επειδή δεν τον μεγαλώσαμε, ίσως διατήρησε στην κυτταρική του σύνθεση μέρος από τον ελληνικό ρομαντισμό των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Μπορεί και να έχω λάθος, αλλά εγώ έτσι τον “διάβασα”.
Ας περιμένουμε, για να κρίνουμε! Βεβαίως, η ορχήστρα δεν είναι η ιδανική με τον Πολάκη και δυο – τρεις ακόμη «σύντεκνους», που συχνά – πυκνά … ανδρειώνονται. Αλλά τι να κάμει; Του προέκυψε. Και στον ιδιωτικό μας βίο, διαλέγουμε το άλλο μισό μας, αλλά μας προκύπτει κι ολόκληρο το σόι του. Έτσι είναι αυτά τα πράγματα. Κι όπως δικιά μας δουλειά είναι να διαχειριστούμε το νέο συγγενολόι, δικιά του δουλειά είναι να πάρει αυτός τις πρωτοβουλίες και, εν ευθέτω χρόνω, να ξεχωρίσει την ήρα απ’ το στάρι. Θα το κάνει; Εδώ είμαστε να το δούμε. Αλλά είναι δύσκολο. Είναι πολύ δύσκολο.
Γιατί οι Έλληνες πολιτικοί, και προπαντός οι αυτοαποκαλούμενοι “προοδευτικοί”, δεν παραιτούνται εύκολα από την ιδιοκτησιακή τους πολιτική “συμπερίληψη” – για να μην ξεχνάμε και τη λεξιλαγνεία τους.