Πολλά ειπώθηκαν για το συντριπτικό εκλογικό κάταγμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πολλά εγράφησαν για τα αίτια. Ο Πολάκης, η τοξικότητα, ο Κατρούγκαλος / τα ελλείμματα στα προγράμματα και στη σαφήνεια και στα προτάγματα / οι ανακολουθίες και οι αλληλοαναιρέσεις και τα πισωγυρίσματα / τα συνθήματα παλαιάς κοπής κι η απουσία νέας αφήγησης / η Ομπρέλα κι η Ακρίτα κι ο Αντώναρος /η θεωρία του εκκρεμούς, οι ιδιότητες του θολού νερού και ο φυσικός νόμος για τη βαρύτητα, είναι μερικά από αυτά που ενοχοποιούνται για το δυστύχημα. Μπορούν να προστεθούν κι άλλα.
Ο Βάρναλης, λόγου χάρη, είχε από μακρού δηλώσει προφητικά πως «φταίει το ζαβό το ριζικό τους / φταίει ο θεός που τους μισεί / φταίει το κεφάλι το κακό τους / φταίει πρώτα απ’ όλα το κρασί». Και τους τα έψελνε που «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα / προσμένουν, λένε, κάποιο θάμα!». Άλλοι αναλυτές, αρθρογράφοι και πολιτικοί επιστήμονες έχουν ο καθείς τη δική του άποψη.
Ο Μακιαβέλι φρονεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αγνόησε πως «εσύ εγκαινιάζεις την αρχή του πολέμου, αλλά όχι και το τέλος του!». Ο Πλάτων, βλέποντας τον αρχηγό της μείζονος αντιπολίτευσης να αυτοθαυμάζεται για το «λέγειν» του, σημείωνε με νόημα: «Του λόγου μέτρον εστίν ουχ ο λέγων, αλλά ο ακροώμενος» = μιαν ομιλία την αξιολογεί όχι αυτός που την εκφωνεί, αλλά το ακροατήριο. Και σε άλλο σημείο: «τυφλούται ο φιλών περί το φιλούμενον» = ο ερωτευμένος με την εξουσία στραβώνεται και δε ξέρει τι του γίνεται.
Ο Πλούταρχος εστίασε στις αμαρτίες του περιβάλλοντος: «Κολάκων ουδέν γένος εστίν εξωλέστερον» = δεν υπάρχει πιο σιχαμερή φάρα από τους κόλακες. Επί του θέματος, βεβαίως, έχουν τοποθετηθεί και άλλοι διανοούμενοι, όπως κι ο Αριστοτέλης και ο Πίνδαρος, αλλά και η Φαίη Σκορδά και ο Απόστολος Γκλέτσος κι η Μενεγάκη, πιθανότατα κι ο Γιώργος Λιάγκας, αλλά εμένα δεν μου το βγάζεις απ’ το μυαλό πως την πιο εμπεριστατωμένη σχετική ανάλυση – σύνθεση – διάγνωση την είχε κάμει κάποτε ένας γέρων συγχωριανός στην ορεινή ρουμελιώτικη πατρίδα μου.
Μιλάω για το χωρίον Μακρινή Φωκίδος, κοινώς Μάκρυση. Είναι ακριβώς πίσω από το Ξεροβούνι, καθώς στέκεις στα Ψηλαλώνια και τηράς απέναντι. Βρίσκεται σε μιαν από τις πολυτραγουδισμένες ραχούλες της Γκιώνας των κλεφτών, που ετοίμασαν κι έκαμαν το Εικοσιένα. Βρισκόμαστε στη δεύτερη δεκαετία μετά τον Β’ Πόλεμο. Δηλ. ’60 και κάτι. Ήταν η εποχή που ο κόσμος άλλαζε κεφάλαιο. Πέρασε η νύχτα, «γενηθήτω φως και εγένετο φως». Ίσα με το Ξεροβούνι έφταναν κι οι ελπίδες για την επόμενη και τις επόμενες ημέρες! Στη ζεστή μικροκοινωνία μας – γύρω στις δυο εκατοντάδες νοματαίοι, τότε – η πιο χαρακτηριστική εικόνα ήταν όταν μετά της Κυριακής τ’ απολείτουργα, μαζεύονταν οι άντρες στον καφενέ, και γινόταν ντόρος. Εκεί συζητιούνταν και τα μικρά και τα μεγάλα γεγονότα. Κυρίως τα τελευταία, που τα εξηγούσαν οι πιο γραμματισμένοι. Πέρασε ο Μάης, κι είχαν σφίξει οι ζέστες. Στη σημερινή λειτουργία μίλησε κι ένας ιεροκήρυξ. Διό, και ο ναός της Υπαπαντής ήταν κατάμεστος. Μετά, όπως πάντα, μαζώχτηκαν για καφέ στου Μπέσκου. Κάθονταν κατά παρέες. Σε μιαν απ’ αυτές συμμετείχαν έξι της μετεφηβικής και της μέσης ηλικίας κι ένας … παραγινωμένος. Όμως, μουστακαλής, ντερβίσης και ωραίος!
Και, ξαφνικά, προβάλλει και μια εντυπωσιακή παρουσία των είκοσι – πάνω κάτω – Μαΐων και πιάνει την αντικρινή καρέκλα. Γυναίκα, και μάλιστα μόνη στο καφενείο, ήταν ό,τι πιο super realisme (σουρεαλιστικό) μπορούσε να συμβεί. Αλλά συνέβη. Φορούσε ένα τοσοδούλι και στενό υφασματάκι, που κάπως έφερνε σε ιδέα φούστας. Μάλλον θα ήταν Αθηναία, που είχε ‘ρθει να γνωρίσει τα προγονικά της. Αλλά, με τον αέρα της πρωτευουσιάνας, δε σκέφτηκε πως εδώ είναι Βαλκάνια. Έκατσε, λοιπόν, κι … έλαμψε η μέρα! Αυτόματα, τα προαναφερθέντα δεκατέσσερα μάτια στράφηκαν και κόλλησαν πάνω στα γυμνά αξιοθέατά της. Η κοπέλα τα χρειάστηκε! Κιτρίνισε, πρασίνισε, κοκκίνισε, άλλαζε το ένα μετά το άλλο χρώμα! Έπιασε κι έσουρνε το υφασματάκι να κατέβει παρακάτω. Πάσχιζε να καλύψει ό,τι κι όσο μπορούσε. Τραβούσε, λοιπόν, και ξανατραβούσε. Αλλά, μάταιος κόπος! Χαμογελάει πονηρά ο μουστακαλής γέρων και της κρένει: «Τι του τραβάς, τσούπα μ’, δε το γλέπ’ ς, τ’ λείπ’ σκτι, μη του παλεύ’ς! Τ’ λείπ’ σκτι!». «Συγνώμη, τι είπατε, κύριε; δεν κατάλαβα» ρώτησε η θάλλουσα κόρη αποκαμωμένη. Και ο γέρων: «Είπα τ’ λείπ’ σκτι, και δε κατιβαίν. Τ’ λείπ’ σκτι, πώς του λένε;». Καταλαβαίνετε τι έγινε στην παρέα! Αυτό το «τ’ λείπ’ σκτι» εκείνης της συγκυρίας, έκτοτε δημιούργησε τετελεσμένον για τη Μακρινή και πέρασε στην αθανασία.
Σήμερα, μάλιστα, γράφει κι ιστορία, πολιτική ιστορία, γιατί είναι η μόνη πειστική απάντηση στην κυρίαρχη απορία: «Γιατί γκρεμοτσακίστηκε ο Αλέξης Τσίπρας;». «Γιατί τ’ λείπ’ σκτι». Τόσο απλά …