Ο όρος «αυτοδημιούργητος» είναι δύσκολο να οριστεί. Γιατί εν πολλοίς είναι έννοια σχετική. Μεθοδολογικά, περισσότερο συμφέρει ν’ απαντηθεί όχι ποιος είναι αυτοδημιούργητος, αλλά ποιος δεν είναι. Έτσι, αυτοδημιούργητος δεν είναι όποιος στηρίζεται σε δεκανίκια παντοειδή, όπως είναι η επιφανής πολιτική οικογένεια, ή η φαμελιά που παρέχει στο παιδί όλα τα δυνατά στηρίγματα (π.χ. διακεκριμένοι επιχειρηματίες), ή το περιβάλλον που εκπέμπει σε πολλά μήκη κύματος κι έχει πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων (γερό δόντι), κι άλλα τέτοια παρόμοια. Βεβαίως, συχνά πρέπει κι ο υποστηριζόμενος να έχει το δικό του μέταλλο, γιατί ενίοτε δεν αρκούν από μόνα τους τα δεκανίκια του, η ουσία όμως είναι ότι – κατά κανόνα – χωρίς αυτά δε θα έβγαινε εύκολα στο ξέφωτο. Αυτά τα ολίγα για τη μηλιά και το μήλο της παροιμίας μας.
Ένας, λοιπόν, που πληροί όλες τις προϋποθέσεις του αυτοδημιούργητου είναι ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο καλλιτέχνης που δυο μέρες πριν από την εκλογική αναμέτρηση, έφερε κύματα πολιτικών αναταράξεων. Ο «Νιόνιος» της εφηβείας μας είναι ο ορισμός του αυτοδημιούργητου. Πρώτα – πρώτα, οτιδήποτε έχει παραγάγει είναι καλλιτέχνημα, είναι έργο τέχνης. Από τον πρώτο ήχο με τη «συννεφούλα» του, στην εφηβεία του, μέχρι και τις τελευταίες δημιουργίες του, στην όγδοη δεκαετία του (και συνεχίζονται), ο Σαββόπουλος είναι … ο Σαββόπουλος. Είναι αυτοτελές και ολοκληρωμένο κεφάλαιο. Είναι Σχολή, Ρεύμα, Κίνημα.
Από την πρώτη στιγμή τα έκανε όλα – τα πάντα – μόνος του: δικοί του οι στίχοι, δική του η μουσική, δική του κι η εκτέλεση. Και τα τρία … θεόπνευστα. Κι αυτή η τριλογία (λόγος, μελωδία, απόδοση), με το ένα πρόσωπο, είναι που τον καθιστά ξεχωριστό δημιουργό κι αυτοδημιούργητο. Ασφαλώς, τα γραφόμενα συγκροτούν τη δική μου άποψη και αποδίδουν το δικό μου συναίσθημα, αλλά υπάρχουν τεκμήρια που είναι με το μέρος μου.
Ένα από αυτά είναι η απήχηση (στην πολιτική, στους πολιτικούς, στην επιστημονική κοινότητα, στις προσωπικές σχέσεις, στη λαϊκή καθημερινότητα), που έχουν οι στίχοι του, καθώς δεκάδες προτάσεων, λέξεων και εκφράσεων τις φιλοξενούμε στην ατομική και συλλογική μας απομνημόνευση. Και σε κάθε ευκαιρία, τις πασάρουμε κι ομορφαίνουμε το τρέχον αφήγημα. Να, μερικές: «αφού δεν είχε ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα», «να μας έχει ο Θεός καλά, πάντα ν’ ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε», «φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα, κι ιστορία οι παρέες», «των Ελλήνων οι κοινότητες, φτιάχνουν άλλο γαλαξία», «έρχεται βροχή, έρχεται μπόρα», «πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα», «κι έρχεται η στιγμή ν’ αποφασίσεις με ποιον θα πας και ποιον θ’ αφήσεις», «κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει, είναι ότι σκέφτομαι σαν τον Καραγκιόζη», «ας κρατήσουν οι χοροί», «το κόμμα με τραβάει απ’ το μανίκι», «στα γήπεδα η Ελλάδα αναστενάζει», «Εθνική Ελλάδος, γεια σου!», «το ροκ του μέλλοντός μας», «μ’ αεροπλάνα και βαπόρια», «εμείς, του ’60 οι εκδρομείς», «η Ελλάδα που α – ντι – στέ – κε – ται, η Ελλάδα που ε – πι – μέ – νει», «όλη η Ελλάδα ατέλειωτη παράγκα», και πλήθος άλλων «ων ουκ έστι αριθμός». Μιλάμε για τον πιο επιδραστικό (στις μέρες μας, αλλά, νομίζω, και σε όλη τη νεοελληνική μας διάρκεια) άνθρωπο στη νοηματοδότηση και στην εκφορά της σκέψης μας και της γλώσσας μας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεύτερος έρχεται ο Καβάφης από την Αλεξάνδρεια. Είναι ρεκόρ που δεν καταρρίπτεται. Και, φυσικά, δεν είναι μόνο η χρηστικότητα του γλωσσικού αυτού υπερθεάματος, αλλά, συνάμα και κυριότερο, είναι ο συναισθηματικός ποταμός που γεννιέται και ξεχειλίζει από μέσα σου.
Είναι δυνατόν ν’ ακούσεις τη «θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», με το σαββοπούλειο παραλήρημα, και να μην ταρακουνηθείς, να μη σηκωθεί η τρίχα σου; Εξυπακούεται, ασφαλώς, πως αυτά (το ταρακούνημα και η άρση της τριχός) έχουν πέραση, όταν ο πομπός και ο δέκτης (ο καλλιτέχνης κι οι ακροατές του) βρίσκονται στο ίδιο ή σε κοντινό μήκος κύματος. Αλλιώς, η συνθήκη δεν υπογράφεται. Γιατί, μάλλον, μοιάζει ανέκδοτο ν’ ακούς και την Άντζελα και τον … «είδα την Άννα κάποτε». Ειρήσθω εν παρόδω ότι προ ετών, ο αείμνηστος Μαρωνίτης, κορυφαίος πανεπιστημιακός της Φιλοσοφικής, είχε δημοσιεύσει σειρά άρθρων με τίτλο «το φαινόμενο Σαββόπουλος». Αφού, λοιπόν, μίλησα από καρδιάς για τον Διονύση μας, για να επιστρέψουμε στην αυγή του κειμένου και να κλείσουμε, επαναλαμβάνω πως η δήλωση υπέρ του Μητσοτάκη και της παρέας του, σήκωσε αντάρα στον Τσίπρα και την παρέα του. Καλώς; Κακώς;
Η αλήθεια είναι πως εγείρονται ορισμένα ερωτήματα. Φιλοσοφικής αναζήτησης. Για φιλοσοφική συζήτηση. Λόγου χάρη, ενδεικτικά: καλό ή κακό είναι να λέει ένας επώνυμος της Τέχνης, με πολυπληθές και πιστό ακροατήριο, δημόσια την πολιτική γνώμη του; Καλό ή κακό είναι να τη λέει απ’ τα δεξιά, ενώ τον έβλεπαν μια ζωή στ’ αριστερά; Καλό ή κακό είναι να τη λέει στο σημείο μηδέν της εκλογικής αναμέτρησης; Προσωπικά, δεν ξέρω και δεν απαντώ. Ας το απαντήσουν οι τα πάντα γνωρίζοντες. Ωστόσο, στο πρώτο μέρος να συμπληρώσω μόνο πως ο Σαββόπουλος, εκτός από ποιητής, συνθέτης και αοιδός, είναι και μια φωτεινή και σπάνια προσωπικότητα, μια σπάνια πνευματική οντότητα. Με αριστερή προοδευτική προέλευση, το προείπαμε.
Από εδώ προκύπτει και το καταληκτικό ερώτημα: οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί , και μιλάμε για την ηγεσία τους , μήπως, αντί να τον ονειδίζουν και να τον πυροβολούν, έπρεπε να ψαχτούν εντός τους και να αυτοσαρκαστούν, να αυτοκριθούν και να συγκλονιστούν, και να δουν ορισμένες λέξεις (προοδευτική κατεύθυνση, ελευθερία άποψης, κριτική εντιμότητα, κ.λπ.) με τη σωστή ανάγνωση;
Λέμε: μήπως; Εμάς δε μας πέφτει λόγος, αλλά … άνθρωποι είμαστε και συμπάσχουμε!