Κρίσιμος μήνας ο Απρίλιος για την Ελλάδα, η οποία κινδυνεύει να βιώσει ξανά στιγμές του 2015 όταν τα κρατικά ταμεία βρίσκονταν στο «κόκκινο» και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να υπογράψει στο παρά πέντε μία νέα επαχθή συμφωνία. Εάν, λοιπόν, η αξιολόγηση δεν ολοκληρωθεί μέχρι τον Φεβρουάριο η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη τον Απρίλιο και τον Μαίο με χαμηλά ταμειακά διαθέσιμα, ενώ ο Ιούλιος αποτελεί μήνας με υψηλές υποχρέωσεις για το ελληνικό Δημόσιο.
Αδιαμφισβήτητος ο προβληματισμός στο κυβερνητικό επιτελείο, καθώς φαίνεται πως βιώνουμε «το χειρότερο δυνατό» σενάριο, δηλαδή να βαλτώσει η διαπραγμάτευση και να συρθεί επί μακρόν. Η αξιολόγηση είναι στον «αέρα» και ο στόχος να ολοκληρωθεί τον Φεβρουάριο είναι δύσκολος, ασκώντας ισχυρή πίεση στην κυβέρνηση ενόψει των αυξημένων υποχρεώσεων του Δημοσίου. Επί ένα μήνα δεν υπάρχει καμία ουσιαστική εξέλιξη στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων, οι οποίες παραμένουν «παγωμένες» και η καθυστέρηση αυτή θέτει σε κίνδυνο το κυβερνητικό αφήγημα. Οι καθυστερήσεις στην αξιολόγηση μεταθέτουν διαρκώς την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και εαν λοιπόν η δεύτερη αξιολόγηση διαρκέσει πολύ και η τρίτη ξεκινήσει αμέσως μετά, τότε τα ελληνικά ομόλογα δεν θα μπορούν να ενταχθούν στο QE και μοιάζει απίθανη η έξοδος στις αγορές το 2017.
Επίσης, οι καθυστερήσεις θα επηρεάσουν και τις συζητήσεις για τα μέτρα ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους και προφανώς τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Καθοριστική η στάση για το ΔΝΤ, καθώς, η συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα είναι υψίστης σημασίας για πολλές χώρες, όπως Γερμανία και Ολλανδία. Ωστόσο, το Ταμείο ζητά να μειωθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι, αλλά η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει λάβει νέα μέτρα.
Για τους πρώτους 4 με 5 μήνες του 2017 η Ελλάδα μπορεί να χρηματοδοτήσει τις υποχρεώσεις της, σύμφωνα με ειδική μελέτη της Eurobank για τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας έως το τέλος του προγράμματος και για την πορεία του ελληνικού χρέους. Οι οικονομολόγοι της τράπεζας διαπιστώνουν ότι εάν δεν υπάρξουν αποφάσεις ελάφρυνσης του χρέους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, τότε η Ελλάδα θα χρειάζεται ολοένα και μεγαλύτερα δάνεια για να ικανοποιεί τις υποχρεώσεις της από το 2023 και μετά.
Σύμφωνα με τη μελέτη της Eurobank, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας αναμένεται να ανέλθουν σε 16,9 δισ. ευρώ το 2017 και 9,6 δισ. την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2018. Δηλαδή, μέχρι το τέλος του προγράμματος το σύνολο των χρηματοδοτικών αναγκών της Ελλάδας ανέρχεται στα 26,8 δισ. ευρώ. Να σημειωθεί ότι 1,6 δισ. ευρώ πρέπει να πληρωθούν στο ESM στις 27 Φεβρουαρίου και μετά άλλα 3,6 δισ. στις 17 και 20 Ιουλίου (2,1 δισ. σε ιδιώτες ομολογιούχους και 1,5 δισ. ευρώ στην ΕΚΤ για ομόλογα που κατέχει, αντιστοίχως). Ενδιαμέσως πρέπει να πληρωθούν και έντοκα γραμμάτια, ενώ τα ταμειακά διαθέσιμα στο τέλος Σεπτεμβρίου ανέρχονταν στα 3 δισ. ευρώ.
Ο Ιούλιος αναμένεται να είναι ο πλέον απαιτητικός μήνας του 2017 ως προς την αποπληρωμή χρέους, με την αντίστοιχη δαπάνη να διαμορφώνεται σε περίπου 7,4 δισ. ευρώ (6,6 δισ. ευρώ για την πληρωμή χρεολυσίων και 0,8 δισ. ευρώ για την πληρωμή τόκων). Η μέση δαπάνη για την πληρωμή τόκων και χρεολυσίων το υπόλοιπο του τρέχοντος έτους (εκτός Ιουλίου) αναμένεται να διαμορφωθεί σε επίπεδα ελαφρώς χαμηλότερα των 750 εκατ. ευρώ ανά μήνα, σύμφωνα με τη Eurobank.
«Τα ανωτέρω υποδηλώνουν ότι τα ταμειακά διαθέσιμα του ελληνικού Δημοσίου είναι επαρκή για την κάλυψη των δαπανών εξυπηρέτησης του χρέους τους πρώτους 4-5 μήνες του τρέχοντος έτους, ακόμη και εν τη απουσία νέας εξωτερικής χρηματοδότησης της χώρας στο πλαίσιο του υφιστάμενου προγράμματος» εκτιμούν οι οικονομολόγοι της τράπεζας. «Ωστόσο, η ταχεία ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης του προγράμματος χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις κρίνεται ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί μια νέα επιδείνωση του εγχώριου οικονομικού κλίματος και να διατηρηθούν οι προσδοκίες για το ενδεχόμενο ένταξης της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QΕ) της ΕΚΤ», προσθέτουν.
Κρίσιμη η επιστροφή στις αγορές
H Eurobank εκτιμά ότι ακόμη και σε περίπτωση απουσίας μέτρων μεσομακροπρόθεσμου χαρακτήρα για την ελάφρυνση του ελληνικού δημόσιου χρέους, η Ελλάδα θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να καλύψει τις καθαρές δανειακές ανάγκες της 5ετούς περιόδου μετά το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος (2019-2023) μέσω σχετικά περιορισμένου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές (της τάξεως των 7,5 δισ ευρώ ετησίως κατά μέσον όρο). «Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη του προαναφερθέντος στόχου θα ήταν η σταδιακή επανάκτηση της πρόσβασης της Ελλάδας στις αγορές πριν από το πέρας του υφιστάμενου προγράμματος» κατά τη Eurobank.
Ωστόσο, σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, η απουσία περαιτέρω σημαντικής ελάφρυνσης του ελληνικού δημόσιου χρέους «θα απαιτούσε την εξασφάλιση σημαντικά υψηλότερου δανεισμού από τις διεθνείς αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, εγείροντας σοβαρές αμφιβολίες για τη βιωσιμότητα της δημοσιονομικής θέσης της χώρας» αναφέρεται στη μελέτη της τράπεζας.
Οι οικονομολόγοι της επισημαίνουν πως ενδεικτικά, βάσει του υφιστάμενου μακροοικονομικού σεναρίου, ο δανεισμός αυτός θα έπρεπε να ανέλθει, κατά μέσον όρο, σε επίπεδα άνω των 20 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2023-2033, σε περίπου 50 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2034-2043 και σε 80 δισ. ευρώ με 110 δισ. ευρώ ετησίως την περίοδο 2044-2060.
dramini.gr