“Με το χαμόγελο στα χείλη” – Το αρχέγονο “ΟΧΙ” της ελληνικής Φυλής

Το ΟΧΙ του 1940 ήταν η απόδειξη της οργανικής συνέχειας του Ελληνισμού, όπως αυτός ανδρώθηκε στο λίκνο της ιστορίας. Το ΟΧΙ του ’40 δεν ήταν παρά η επανάληψη σε νέα έκδοση των ιστορικών εκείνων οροσήμων, που κατά καιρούς, από την πρώτη σύσταση της Φυλής μέχρι τα τελευ- ταία χρόνια, επαναβεβαίωναν και επικύρωναν την ελληνίδα ψυχή:
– Στο ΟΧΙ του ’40 ξαναζούσε η ψυχή του Λεωνίδα και των τριακοσίων του στις Θερμοπύλες απέναντι στον Ξέρξη και τη μυρμηγκιά των περσικών στρατευμάτων: «Μολών λαβέ».
hqdefault– Στο ΟΧΙ του ’40 ζωντάνευε ξανά η απόκριση του τελευταίου της Πόλης βασιλιά στον Μωάμεθ τον Πορθητή: «Το δε την Πόλιν σοι δούναι…». Το να σου παραδώσουμε τη Πόλη δεν μας είναι δυνατόν, ούτε σε μένα ούτε σε κανέναν άλλον κάτοικό της. Διότι όλοι μας με μια ψυχή, με τη θέλησή μας θα πεθάνουμε και δεν θα λυπηθούμε τη ζωή μας.
– Στο ΟΧΙ του ’40 ανασταίνονταν πάλι τα στήθη των Ελεύθερων Πολιορκημένων του Μεσολλογίου, όταν στις δελαστικές προτάσεις των Τούρκων πολιορκητών, γυμνοί αυτοί, λιμασμένοι, αφανισμένοι από τις αρρώστιες και την ανέχεια απαντούσαν: «Τα κλειδιά της πόλης είναι κρεμασμένα στις
μπούκες των κανονιών. Ελάτε να τα πάρετε».
Αυτό ήταν το ΟΧΙ και του ’40. Γι’ αυτό και σαν ξημέρωσε η μέρα εκείνη, ο ελληνικός λαός δεν τρόμαξε. Το αντίθετο: Πήρε να ξεφαντώνει. Με την αυγή της 28ης Οκτωβρίου 1940 άρχιζε ένα γλέντι, ένα πανηγύρι όμοιο με αυτό του 1821 και του 1912-1913.
Αυτοί οι στρατιώτες, οι χυμένοι στους δρόμους, οι πιασμένοι μέσα κι έξω από τα τραμ, οι ανεβασμένοι πάνω στα τρένα, μόνο στον πόλεμο  πια δεν έλεγες ότι πηγαίνουν.
Με τα χέρια σηκωμένα ψηλά, τα δίκοχα να ανεμίζουν καθώς χαιρετούσαν, τα πρόσωπα φωτισμένα από τα χαμόγελα που σκόρπιζαν, λες πήγαιναν σε ξεφάντωμα, σε γλέντι, σε πανηγύρι.
Ιαχές, τραγούδια, ανέκδοτα, ζητωκραυγές, χειροκροτήματα, αλαλαγμοί από τα πλήθη.
Έτσι άρχισε ο λαός μας και ο στρατός μας τον πόλεμο του 1940. Με το …χαμόγελο στα χείλη!