Ο Πανελλήνιος Σύλλογος και Σύνδεσμος Καφεκοπτών Ελλάδας αναφέρει σε ανακοίνωσή του:
“Η επιβολή του νέου φόρου στον καφέ, δημιουργεί μια πραγματικότητα για 1.000 και πλέον ελληνικές επιχειρήσεις, των οποίων απειλείται άμεσα πλέον η βιωσιμότητά τους. Συγκεκριμένα, η επιβολή του φόρου στη σημερινή του μορφή επιβαρύνει δυσανάλογα τις εταιρείες που εισάγουν, επεξεργάζονται και διαθέτουν στην αγορά τον ωμό καφέ, οι οποίες είναι ως επί το πλείστων βιοτεχνίες και μεταποιητικές επιχειρήσεις, οι περισσότερες εξ ’αυτών δε, οικογενειακές επιχειρήσεις που μετρούν δεκαετίες δραστηριότητας και λειτουργίας, σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Ο κίνδυνος κλεισίματος των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πλέον περισσότερο από ορατός δεδομένου ότι πρόκειται για μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν ήδη δεχτεί ισχυρά πλήγματα από τα capital controls, τη μείωση κατανάλωσης και την υψηλή φορολογία. Δημιουργείται άμεσος κίνδυνος παράλληλα, για δραστική μείωση των θέσεων εργασίας σε όλο το φάσμα της αγοράς του καφέ, στο οποίο εργάζονται σήμερα περισσότεροι από 200.000 άνθρωποι (εισαγωγείς, καφεκοπτεία, κατασκευή μηχανών καφέ, σημεία εστίασης).
Ο νόμος που επιβάλει την εν λόγω φορολογία, προβλέπει διαφορετική επιβάρυνση ανά κιλό βάρους στον καφέ και στα παρασκευάσματα με βάση το εκχύλισμα καφέ:
- 2€ ανά κιλό καθαρού βάρους, στον εισαγόμενο ωμό καφέ κατά την εισαγωγή του
- 3€ ανά κιλό καθαρού βάρους, στον ψημένο καφέ
- 4€ ανά κιλό καθαρού βάρους, στον στιγμιαίο καφέ
- 4€ ανά κιλό βάρους που περιέχεται στο τελικό προϊόν, στον συσκευασμένο καφέ και στα παρασκευάσματα που περιέχουν καφέ
Το βασικό πρόβλημα της εφαρμογής του νέου νόμου, αφορά στην επιβάρυνση των 2€ ανά κιλό καθαρού βάρους στον ωμό καφέ, δεδομένου ότι η ποσοστιαία αύξηση στη συγκεκριμένη κατηγορία είναι έως και 15 φορές μεγαλύτερη, σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες και επιβαρύνει αποκλειστικά τις ελληνικές βιοτεχνίες και καφεκοπτεία. Ενδεικτικά, το ποσοστό επιβάρυνσης στον ωμό καφέ προς επεξεργασία είναι 67-100%, τη στιγμή που η αντίστοιχη επιβάρυνση στον καφέ σε κάψουλα (αναγωγή ανά κιλό βάρους) είναι 6-10% και στον κατεψυγμένος καφέ (εκχύλισμα), 7-9%.
Η επιβολή του τέλους των 2€ ανά κιλό καθαρού βάρους, στον ωμό καφέ, αυξάνει το κόστος της πρώτης ύλης έως και 100% καθώς η πλειοψηφία του καφέ που εισάγεται στην Ελλάδα κοστίζει από 2 έως 3€. Επιπλέον, η επιβολή του τέλους ανά κιλό βάρους κατά την εισαγωγή και όχι στο τελικό προϊόν, πλήττει μόνο την εισαγωγή πρώτης ύλης, δεδομένου ότι μόνο ο ωμός καφές παρουσιάζει απόκλιση βάρους έως και 30% από την εισαγωγή του έως την τελική του μορφή (φυσιολογική φύρα κατά την επεξεργασία). Το μεγαλύτερο πλήγμα από τη νέα φορολόγηση θα δεχτεί ο ελληνικός καφές, δεδομένου ότι εισάγεται πάντοτε ωμός, τη στιγμή που άλλοι τύποι καφέ εισάγονται απ’ευθείας ως τελικό προϊόν (κάψουλες, κατεψυγμένος).
Ως αποτέλεσμα αυτού, ο ελληνικός καφές, άρρηκτα συνδεδεμένος με την ελληνική παράδοση, θα έχει μια ραγδαία αύξηση τιμής που θα καθιστά ασύμφορη τόσο την εισαγωγή του όσο και τη διάθεσή του από τους χώρους εστίασης. Η νέα πραγματικότητα που δημιουργεί η επιβολή της φορολογίας στη σημερινή της μορφή θα οδηγήσει άμεσα στην αύξηση της κυρίαρχης θέσης των πολυεθνικών στην Ελλάδα ενώ θα επιβαρύνει και τους τελικούς καταναλωτές, κυρίως ανθρώπους χαμηλής οικονομικής δυνατότητας, δεδομένου ότι οι επερχόμενες αυξήσεις μέσω της ειδικής φορολόγησης θα επιβαρύνουν κυρίως τους φθηνότερους καφέδες.
Η δύσκολη οικονομική συγκυρία για την Ελλάδα, είναι προφανές ότι πλήττει όλους τους κλάδους της αγοράς, όλες τις επιχειρήσεις και όλες τις ελληνικές οικογένειες. Αντιλαμβανόμαστε πλήρως ότι κανένα κομμάτι της αγοράς δεν μπορεί να απαλλαγεί από το βάρος συνεισφοράς του στα δημόσια έσοδα. Αντιλαμβανόμαστε πλήρως ότι το ελληνικό κράτος επιβάλει μια φορολόγηση, σε κάθε έκφανση της επιχειρηματικότητας, προς εύρεση δημοσίων εσόδων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και τη λειτουργία του. Κάθε νόμος και κάθε φορολογικό μέτρο εντούτοις, θα πρέπει να έχει έντονο το κοινωνικό στοιχείο και να είναι δίκαιο, υπό το πρίσμα της δίκαιης και ίσης κατανομής των φορολογικών βαρών. Ο κλάδος του καφέ θα πρέπει να συνεισφέρει στα δημόσια έσοδα, θα πρέπει να φορολογηθεί, έστω και σε μεγαλύτερο βαθμό από το μέγεθός του, αλλά σε κάθε περίπτωση αυτό θα πρέπει να γίνεται στο βαθμό που θα είναι εφικτή η συνέχιση λειτουργίας χιλιάδων επιχειρήσεων και η διατήρηση δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας.”
Ν.Υ.