Τα παιδιά με οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας και καρδιαγγειακών και μεταβολικών νοσημάτων, είναι πιθανότερο να αναπτύξουν αντίσταση στην ινσουλίνη και να γίνουν παχύσαρκα.
Διαπίστωσαν ότι όσο μικρότερο ήταν το παιδί, τόσο πιο σοβαρή ήταν η παχυσαρκία.
Τα παιδιά με σοβαρής μορφής παχυσαρκία είχαν επίσης ενδείξεις ινσουλινοαντίστασης, η οποία οδηγεί σε διαβήτη τύπου 2.
Οι γιατροί μέτρησαν το ύψος και το βάρος τους και πήραν δείγμα αίματος για την μέτρηση της γλυκόζης και των λιπιδίων. Κατέγραψαν επίσης πληροφορίες για τους γονείς, τα αδέρφια και τους παππούδες των παιδιών, αναφορικά με το ιστορικό παχυσαρκίας και τα καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα που έπασχαν.
Η συνδυαστική αξιολόγηση των δεδομένων επιβεβαίωσε παλαιότερες μελέτες που είχαν δείξει ότι το οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας αύξανε τον κίνδυνο παιδικής παχυσαρκίας.
Αν οι γονείς, τα αδέρφια και οι παππούδες υπέφεραν από καρδιαγγειακά και μεταβολικά νοσήματα, αυξανόταν η πιθανότητα πρώιμης εκδήλωσης και σοβαρής παχυσαρκίας στα παιδιά.
Οι επιστήμονες χώρισαν τα παιδιά σε τρεις ηλικιακές ομάδες και διαπίστωσαν ότι τα παιδιά κάτω από οκτώ ετών ήταν αυτά με τη σοβαρότερη παχυσαρκία. Και καθώς η παιδική παχυσαρκία σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο μακροχρόνιων επιπλοκών, οι ερευνητές έχουν λόγους να πιστεύουν ότι η μελλοντική υγεία των παιδιών αυτών βρίσκεται σε κίνδυνο.
«Θα ήθελα να τονίσω ότι τα παιδιά με σοβαρή παχυσαρκία είχαν ενδείξεις ινσουλινοαντίστασης. Πρόκειται για σημαντική παρατήρηση που υπογραμμίζει την ανάγκη για πρώιμες παρεμβάσεις στο οικογενειακό περιβάλλον, το σχολείο και άλλες δομές της κοινωνικής ζωής, ώστε να αλλάξει ο τρόπος ζωής όλων μας προς το καλύτερο αλλά κυρίως των παχύσαρκων παιδιών και των οικογενειών τους», τονίζει ο Δρ Κορικα.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Frontiers in Endocrinology.
onmed