Σε περιβάλλον αυξανόμενου βαθμού δυσκολίας, όπου το ‘φάντασμα ‘ του bail in αρχίζει να αποκτά σάρκα και οστά στην Ευρώπη, καλούνται να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν οι ελληνικές τράπεζες.
Το γεγονός ότι πέρασαν τη διαδικασία των stress tests και πρόλαβαν να ολοκληρώσουν την ανακεφαλαιοποίησή τους πριν από την εκπνοή του 2015 και την εφεξής εφαρμογή της οδηγίας BRRD, που ρίχνει το βάρος της διάσωσης των τραπεζών στους μετόχους, ομολογιούχους και καταθέτες τους, αποτελεί ένα πρώτο εχέγγυο. Μέσα στο 2016 οι ελληνικές τράπεζες είναι απαλλαγμένες από τα τεστ αντοχής που θα περάσουν όλες οι άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες και, επιπλέον, βρίσκονται με δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας της τάξης του 17%. Επομένως, προσεχώς είναι απίθανο να τεθεί θέμα κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Ωστόσο, το περιβάλλον ndash;εντός και εκτός ndash; θέτει πλέον πολλά ερωτηματικά στον χρονικό ορίζοντα του ‘προσεχώς ‘. Και αυτό, διότι πανευρωπαϊκά το bail in αποτελεί ήδη πραγματικότητα και όχι σενάριο, και μάλιστα σε μια περίοδο αυξημένων προβλημάτων για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Από την άλλη πλευρά, οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονται ακόμη ‘αιχμάλωτες ‘ μιας παρατεταμένης διαπραγμάτευσης, που τις εμποδίζει να βρουν τον βηματισμό τους μετά την ανακεφαλαιοποίηση με την οποία ορθοπόδησαν.
Ο μόνος τομέας από τον οποίο προσδοκούν να επιστρέψουν στην κερδοφορία ndash;αυτός της διαχείρισης των ‘κόκκινων ‘ δανείων ndash; παραμένει ουσιαστικά σε αδρανή κατάσταση, ενώ η εκκρεμής αξιολόγηση αργεί να απελευθερώσει από την ΕΚΤ θετικές εξελίξεις για τη ρευστότητα, κρατώντας, έτσι, δέσμιες τις τράπεζες στην ακριβή χρηματοδότηση του ELA. Όπως έχουν, λοιπόν, τα πράγματα τώρα, οι ελληνικές τράπεζες όχι μόνο δεν έχουν κανένα ρόλο ύπαρξης, αλλά επίσης το μέλλον τους είναι αμφισβητούμενο. Και, με βάση τη διαπίστωση αυτή, ναι μεν νέες κεφαλαιακές ανάγκες για το 2016 μπορεί να μην προκύπτουν (για να γίνει κάτι τέτοιο, παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι θα έπρεπε να υπάρξει σωρευτικά από το 2015 μια υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 7%), ωστόσο καθόλου δεν μπορούν να αποκλειστούν για το 2017.
‘Μαύρα σύννεφα ‘ στην Ευρώπη
Την ίδια ώρα, τα ‘μαύρα σύννεφα ‘ στην Ευρώπη συσσωρεύονται και οι… ομπρέλες αρχίζουν να ανοίγουν. Η οδηγία περί εξυγίανσης των τραπεζών με τη συμμετοχή των πιστωτών τους (μέτοχοι, ομολογιούχοι, καταθέτες) και όχι πλέον των φορολογουμένων αποτελεί πραγματικότητα, αρχής γενομένης από την Αυστρία.
Μετά τα σοβαρά προβλήματα τραπεζών στη γειτονική Ιταλία, οι οποίες καλούνται να προχωρήσουν άμεσα σε αυξήσεις κεφαλαίου και με προεξάρχουσα την περίπτωση της Monte dei Paschi, που αναζητεί χωρίς αποτέλεσμα αγοραστή το τελευταίο 18μηνο (47 δισ. ευρώ, δηλαδή το 40% του συνολικού χαρτοφυλακίου δανείων της τράπεζας είναι μη εξυπηρετούμενα), ένας ‘Άτλαντας ‘ καλείται να σηκώσει το βάρος ‘κόκκινων ‘ δανείων του τραπεζικού τομέα, ύψους 360 δισ. ευρώ.
Πρόκειται για το υπό σύσταση fund που θα χρηματοδοτηθεί με κρατικά κονδύλια προκειμένου να αγοράζει τα ‘κόκκινα ‘ δάνεια και να καλύπτει κεφαλαιακά ελλείμματα των τραπεζών στην περίπτωση που αυτές δεν μπορέσουν να τα καλύψουν μέσω αυξήσεων κεφαλαίου. Στο fund αυτό, περί τα 6 δισ. ευρώ θα συνεισφέρουν οι μεγάλοι ασφαλιστικοί όμιλοι, τα ιδρύματα των τραπεζών, οι ίδιες οι τράπεζες και η κρατική εταιρεία SgR, που είχε δημιουργηθεί το 1997 για να διαχειριστεί τη διάσωση της Banco di Napoli. Πέραν της παροχής κεφαλαιακής στήριξης, ο ‘Άτλας ‘ θα προβαίνει και σε αγορά τίτλων που θα προκύψουν μέσω τιτλοποίησης από τη διαχείριση ‘κόκκινων ‘ δανείων, με στόχο να διαμορφώσει τις τιμές σε υψηλότερα επίπεδα από αυτά που θα πρόσφεραν οι ‘γύπες ‘ των αγορών.
Σημειώνεται ότι τα ‘κόκκινα ‘ δάνεια στην Ιταλία ισοδυναμούν με το 1/5 του ΑΕΠ της χώρας και αντιστοιχούν στο 1/3 των συνολικών επισφαλών δανείων της Ευρωζώνης.