Περισσότεροι από 41.000 άνθρωποι στην Ευρώπη μολύνθηκαν από ιλαρά κατά το πρώτο εξάμηνο του 2018, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Μολονότι η ασθένεια μπορεί να προληφθεί με εμβολιασμό, αβάσιμοι σκεπτικισμοί που συνδέουν το εμβόλιο με τον αυτισμό έχουν μειώσει τα ποσοστά εμβολιασμού σε επικίνδυνα πια επίπεδα.
“Παρατηρούμε μια δραματική αύξηση των λοιμώξεων και των εκτεταμένων κρουσμάτων”, αναφέρει η Zsuzsanna Jakab, περιφερειακή διευθύντρια του Οργανισμού στην Ευρώπη. Είναι χαρακτηριστικό, ότι πέρυσι σημειώθηκαν τα περισσότερα κρούσματα ιλαράς από κάθε άλλη χρονιά φθάνοντας συνολικά τα 23.927, ενώ σημειώθηκαν 34 θάνατοι.
Τα κρούσματα εντοπίστηκαν σε επτά χώρες: Γαλλία, Γεωργία, Ελλάδα, Ιταλία, Ρωσία, Σερβία και Ουκρανία. Η Σερβία είχε τους περισσότερους θανάτους από τον ιό (14), ενώ η Ουκρανία εμφάνισε τα περισσότερα κρούσματα φθάνοντας τα 23.000.
Η ιλαρά είναι μια εξαιρετικά μεταδοτική ασθένεια και εξαπλώνεται από άτομο σε άτομο μέσω των σταγονιδίων από βήχα και φτάρνισμα. Ένα από τα σημάδια της είναι οι επίπεδες ερυθρές κηλίδες της (εξανθήματα) που εμφανίζονται στο πρόσωπο και εξαπλώνονται προς τα κάτω στο λαιμό, τον κορμό, τα χέρια, τα πόδια, ενώ αυτός που νοσεί έχει υψηλό πυρετό.
Μολονότι οι περισσότεροι άνθρωποι αναρρώνουν από την ιλαρά, χωρίς επιπλοκές, ο ιός μπορεί να προκαλέσει εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα, πνευμονία, λοίμωξη του ήπατος και θάνατο.
“Για να αποφευχθούν οι εκδηλώσεις ιλαράς, τουλάχιστον το 95% του πληθυσμού πρέπει να ανοσοποιηθεί. Αυτό είναι γνωστό ως “ανοσία αγέλης”, υποστηρίζει σε δηλώσεις της η Zsuzsanna Jakab. Ωστόσο, ενώ ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας διαπίστωσε ότι σε όλη την περιοχή, το 90% των επιλέξιμων παιδιών είχε εμβολιαστεί το 2017, αυτή η κάλυψη ήταν πολύ χαμηλότερη σε τοπικό επίπεδο. Σε ορισμένα κράτη, υπήρχε κάλυψη ανοσοποίησης κάτω του 70%.
Περιπτώσεις ιλαράς, από τον Ιούλιο του 2017 έως τον Ιούνιο του 2018
(ανά 1 εκατομμύριο κατοίκους)
Σερβία 643.2
Ουκρανία 605.7
Γεωργία 307.4
Ελλάδα 293.0
Ρουμανία 70.5
Ιταλία 55.9
Κιργιζιστάν 51.1
Μαυροβούνιο 51.1
Γαλλία 42.02
Ιρλανδία 20.0
Πηγές: Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.