Στάθης Θεοδωρακόπουλος: “Το Αίγιο που χάνεται… – “Η ΠΡΟΙΚΑ”

Γράφει ο ΣΤΑΘΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ τ. Δήμαρχος Αιγιάλειας

Καθώς η ζωή άλλαξε, θεώρησα σκόπιμο να γράψω ό,τι μπορώ, γι’ αυτά που έφυγαν, αλλά μας σημάδεψαν.

 Γυρνώντας το βράδυ στο σπίτι μου το οποίο δεν απέχει πολύ από το πατρικό μου, πέρασα από τους ίδιους δρόμους Π. Χαραλάμπους και Αράτου.

Ήταν τόση η ησυχία, που νόμιζες ότι βαδίζεις σε ερημιά. Κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, έβλεπα ότι όλα είχαν αλλάξει και πάνω απ’ όλα οι άνθρωποι και τα σπίτια. Παντού πανύψηλα κτίρια. Νόμισα ότι από τα βάθη κάπου, θ’ άκουγα τους γνωστούς σε μένα ήχους. Ο ένας ήταν το ροχαλητό του γέρου Μαγουλιανίτη, που θύμιζε μαρσάρισμα παλιού φορτηγού στην ανηφόρα. Τον θυμάμαι  να κοιμάται με τα παράθυρα ανοικτά στο ισόγειο, φορώντας μάλλινη φανέλα και μακριά σώβρακα. Απολάμβανε τον ύπνο, που δεν είχε χορτάσει ποτέ στη ζωή του.

Ο άλλος ήχος ήταν εκείνος της ημέρας του αργαλιού, αργός και μονότονος. Στα πλαίσια της οικιακής οικονομίας στημένος στο ισόγειο για δροσιά το καλοκαίρι και ζέστη το χειμώνα. Μεγάλες πέτρες για να μη μετακινείται, καβαλέτα, αδράχτια χτένια και ατέλειωτες κλωστές. Όταν τα κορίτσια έφταναν δώδεκα ετών, οι μανάδες τους έστηναν τον αργαλειό, για να υφάνουν σιγά-σιγά την προίκα. Ήμουν παιδί ακόμα, όταν μ’ έστελναν στον Καζάση με κάτι κουρελάκια διαφόρων χρωμάτων στα χέρια για δείγματα. Τα ήθελαν για να βάφουν τα μαλλιά. Πάντα πρόθυμη αλλά βλοσυρή και δίχως λόγια και γέλια η κυρά Μαίρη η Κρέτση, υπάλληλος στο άνω μαγαζί διευθύντρια και πωλήτρια μαζί, αλλά και πρακτική χημικός, αναμείγνυε τις σκόνες από διαφορετικά χρώματα, που είχε μέσα σε χάρτινα βαρέλια και έφτιαχνε το χρώμα που ήθελες. Ύστερα με τη μικρή σέσουλα, που ήταν μεγαλύτερη λίγο από κουτάλι, τα έβαζε μέσα σε χάρτινα σακουλάκια και έγραφε απ’ έξω μπλε, σομόν, γκρί κ.λ.π. Έτσι έμαθα και ποια ήσαν τα άλλα χρώματα. Μ’ αυτά  έβαφαν τα μαλλιά που είχαν ξάνει οι γριές και τα χρησιμοποιούσαν για την ύφανση.

Η γριά με τη ρόκα, η μάννα στον αργαλειό και η κόρη στην κουζίνα και στο κέντημα. Χρώματα από φυτά αναλλοίωτα  στο χρόνο και σχέδια από υφαντά, που διατηρούνταν πάνω από 100 χρόνια. Κουβέρτες, χαλιά, τάπετα, όλα στον αργαλειό. Όταν η κόρη γινόταν 20 χρονών, η προίκα ήταν έτοιμη, τα’ ασπρόρουχα στο μπαούλο και τα υπόλοιπα στο γιούκο.

Και εκεί που θυμόμουν όλα αυτά, μου ήρθε στο νου, η ανεπανάληπτη διαδικασία της μεταφοράς της προίκας.

Θα μουν περίπου 8 χρονών, όταν με τους γονείς μου, ξεκινήσαμε για το ΔΙΑΚΟΠΙ της Κουνινάς. Θα πηγαίναμε είπαν στο αποχαιρετιστήριο γλέντι και θα φέρναμε τα προικιά. Παντρευόταν μια ανιψιά του πατέρα μου. Φθάσαμε θυμάμαι σούρουπο, το κυρίως σπίτι ήταν στο λινό, εκεί σε λίγο κατέφθασαν συγγενείς και από άλλα χωριά. Πλησιάζοντας μας ζάλισαν οι μυρωδιές των φαγητών. Αρνιά στο φούρνο και στη σούβλα, κοκορέτσια, λαχανόπιτες με χόρτα που είχαν μαζέψει τα κορίτσια, κολοκυθόπιτες, γαλατόπιτες με γάλα και τυρί δικό τους και ψωμί που μόλις είχαν βγάλει από το χωριάτικο φούρνο. Οι μυρωδιές θα έφθαναν νομίζω επάνω μέχρι το ΣΤΟΛΟ της Κουνινάς και κάτω μέχρι το ΑΙΓΙΟ. Κρασί Πετροβουνίσιο, να πίνεις ασταμάτητα και να μη μεθάς ποτέ. Όταν μούγκανε το βράδυ, άρχισε το φαγητό, το οποίο θα κράτησε τρεις ώρες και μετά ξεκίνησε το τραγούδι. Τραγουδούσαν τραγούδια της τάβλας, υπέροχες, αναξιοποίητες φωνές ανδρών και γυναικών. Τύφλα νάχαν ο Παπασιδέρης η Τασία η Βέρα και η Πυργάκη. Όλα τα παλιά κλέφτικα από τον Κατσαντώνη, το Μεσολόγγι, τα Καλάβρυτα, τις στράτες του Μοριά και όσα δημοτικά υπήρχαν μέχρι την Παπαλάμπραινα. Ο ένας τραγουδούσε και έλεγε καλώς να σε βρω σε άλλον και οι άλλοι το γύριζαν (το επαναλάμβαναν) και αυτά, ως το πρωί που λαλούσαν τα κοκόρια. Τέλειωναν με δάκρυα στα μάτια, τραγουδώντας (μια Παρασκευή και ένα Σαββάτο βράδυ η μάνα μ’ έδιωχνε από το σπιτικό μας). Και μετά κάποιοι μοιράστηκαν στα γύρω σπίτια για ύπνο και κάποιοι άλλοι κοιμήθηκαν πάνω στο τραπέζι μισομεθυσμένοι μέχρι το πρωί.

Ξημερώματα οι γυναίκες έτρεχαν σαν σφίγγες να φτιάξουν καφέδες και να συγυρίσουν, γιατί σε λίγο θα ΄ρχόταν το φορτηγό να πάρει την προίκα και όλοι περιμέναμε.

Τότε θυμάμαι ένας μαντράχαλος με άρπαξε από τα πόδια και τα χέρια και με πέταξε πάνω στο γιούκο (άντε και αγόρια φώναξε), αρκετά κορίτσια είχε το σόι μας.

Αμέσως τότε όλοι οι άνδρες έβγαζαν από τις τσέπες χαρτονομίσματα και τα έριχναν πάνω στο γιούκο. Εγώ κοίταζα σαν χαμένο, οπότε μια γριά μου λέει «πάρτα πουλάκι μου-για σένα είναι». Εγώ τα έχασα, αλλά και οι άλλοι, μου είπαν τι τα κοιτάς. Άρχισα να μαζεύω και να γεμίζω τις τσεπούλες από το κοντό μου παντελονάκι, μετά να βάζω μέσα στον κόρφο μου, όπου φούσκωσε το πουλόβερ μου. Τρελάθηκα από τη χαρά μου. Αισθανόμουνα Κροίσος, ήταν η μοναδική φορά στη ζωή μου που πήρα τόσα πολλά λεφτά χωρίς να δουλέψω. Εν τω μεταξύ το φορτηγό είχε έλθει, κοπέλες έβαζαν στα πέτα, άσπρα μανδήλια, γυναίκες έστρωσαν στην καρότσα κουρελούδες και άνδρες κουβαλούσαν προικιά και τα κρέμαγαν στα παραπέτα του φορτηγού και άλλοι κατέφθαναν με νταμιζάνες και μποτίλιες με κρασί. Όρθιοι πάνω στο φορτηγό του Πάνου του Σαπέρα, εκείνου με το μινόρε ύφος και με βοηθό του, τον Τσεβά, καμιά τριανταριά άτομα με μαξιλάρες και πετσέτες στα χέρια για να χαιρετούν, ξεκινήσαμε την κάθοδο. Ο δρόμος ήταν χωμάτινος και το φορτηγό στις γούβες τιναζόταν στον αέρα, μέχρι που περάσαμε την καμάρα του Κορομηλά και μπήκαμε στην Κουλούρα. Εκεί ο φορτηγατζής σήμανε συναγερμό, άρχισε το κορνάρισμα και οι πίσω το τραγούδι, βγήκαν γυναίκες και χαιρετούσαν και άλλες έλεγαν (και στα δικά σου κόρη μου). Τα τραγούδια που έλεγαν θυμάμαι ήταν (διαμάντι δαχτυλίδι που φοράει στο χέρι μελαχρινούλα μου και πήραμε τη δασκάλα να την πάμε στα νησιά) και δώσε πιώμα. Έκοψε για λίγο το φορτηγό στην ΡΟΚΑ και ακούω μια μάννα να λέει στο γιο της …. «Μια τέτοια να πάρεις και εσύ και όχι σαν τον αδελφό σου που μας έφερε εδώ την ξυπόλητη». Από το παλιό επαρχείο στου Στρουμπούλη και απ’ εκεί στην Αιγιαλέως στο επιπλοποιείο του Χρυσού, που ήταν δίπλα στον Μπουγά.

Κατέβηκε ο πατέρας της νύφης έδωσε ότι υπόλοιπο όφειλε και τα παιδιά ανέβασαν στο φορτηγό τα έπιπλα που μοσχοβολούσαν λούστρο. Τραπεζαρία, σαλόνι, σκρίνιο, καρέκλες, τραπεζάκια. Το δρομολόγιο ήταν Αιγιαλέως, Κλεομένους Οικονόμου, Μητροπόλεως. Η αγορά ήταν γεμάτη κόσμο. Το φορτηγό κόρναρε και έβγαιναν από τα μαγαζιά κόσμος, άλλοι χαιρετούσαν και άλλοι γέλαγαν. Εμείς εκεί το χαβά μας («πήραμε την δασκάλα να την πάμε στα νησιά»).

Και ενώ είχαμε φθάσει στο παλιό δημαρχείο μπροστά από το σημερινό κήπο, δύο κύριοι μας σταμάτησαν δίχως να ξέρουμε το γιατί. Είπαν ότι ζητούσαν άδεια και δίπλωμα από τον οδηγό. Όμως η συζήτηση έπαιρνε χρόνο, ο ένας κύριος ζητούσε χαρτιά από τον γέρο πατέρα της νύφης για την προίκα, ήταν εφοριακοί. Εκείνος ο καημένος τους έλεγε ότι, «έκανα προικοσυμβόλαιο στον Τάσο τον Αγγελόπουλο, της έδωσα σπίτι και σταφίδα», αλλά εκείνοι επέμεναν αν πλήρωσε φόρο για την προίκα που μεταφέρανε. Κάποια νέα παιδιά αγρίεψαν πήδηξαν κάτω και εδώ εκεί να χειροτονήσουν τους εφοριακούς. Κάποιος όμως κύριος από την παρέα τους καθησύχασε.

Φώναξε τον ένα από τους δύο, κάτι του είπε στο αυτί…, που δεν ακούσαμε, οπότε εκείνος γύρισε, έκανε πως κάτι έγραψε, πήρε και τον άλλο και έφυγαν.

Ήδη μας είχε χαλάσει την διάθεση, όμως σε λίγο στρίψαμε για το σπίτι του γαμπρού, όπου η μάνα του μας περίμενε με γλυκό του κουταλιού.  Ανεβάσαμε τα πράγματα. Αύριο γινόταν ο γάμος. Το χρέος του γέρου είχε αποπληρωθεί. Ότι είχε τάξει το έδωσε στον γαμβρό με το παραπάνω.

Τα χρόνια πέρασαν η προίκα διαιωνιζόταν από την Ρωμαϊκή εποχή αποτιμώμενη πάντα σε χρήμα. Οι πλούσιες έπαιρναν λίρες 1.000 και βάλε, οι μέτριες από 300 έως 500 και οι λοιπές από 150 και κάτω, σπίτια οικόπεδα και κτήματα, βεβαίως πάντα ίσχυε ο νόμος του ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος, για κείνες που δεν είχαν…

Ώσπου, το έτος 1983 ο Ανδρέας Παπανδρέου κατάργησε  την προίκα…. Πάνε τα προικοσυμβόλαια. Οι γυναίκες μπήκαν σε δουλειές και προίκα είναι οι σπουδές και η εργασία τους. Έτσι έπαψε η παλιόγρια η γειτόνισσα μου να λέει κάθε τόσο στο κοριτσάκι τη νύφη της όταν της αντιμιλούσε «δεν φτάνει που σε πήραμε ξεβράκωτη, μας έβγαλες και γλώσσα».

Θυμήθηκα ακόμη την μικρή την Ελενίτσα, την γειτόνισσά μου, όταν την πειράζαμε και της λέγαμε «εσένα ποιος θα σε πάρει αφού δεν έχεις προίκα» και εκείνη απαντούσε με νάζι «εμένα με παντρεύει η ομορφιά μου». Και πράγματι έτσι και έγινε.

Οι εποχές άλλαξαν, πετάχτηκαν οι αργαλιοί γιατί έπιαναν τόπο, όλα τα πλεκτά κουβέρτες και στρωσίδια κατέβηκαν στο υπόγειο, τα έπιπλα είπαν οι κυρίες τα βαρέθηκαν και τα έστειλαν στο πυρ το εσώτερον (τζάκι). Και μετά έψαχναν, όπως της άκουγα να λένε, για αντίκες στο Μοναστηράκι.

ΒΡΕ ΠΩΣ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ…

Αίγιο-Απρίλης του 2024

 Στάθης  Θεοδωρακόπουλος

Aπό την εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”