Πρόσφατα, ανακοινώθηκε η δικαστική απόφαση για την επιστροφή στους συνταξιούχους ποσού παρανόμως παρακρατηθέντος. Η απόφαση ελήφθη ύστερα από προσφυγή ορισμένου αριθμού δικαιούχων. Μετά την έκδοση της σχετικής απόφασης (ή απόφανσης; Δεν το έχω ξεκαθαρίσει), η κυβέρνηση δήλωσε ότι μόνον αυτοί – όσοι «προσέφυγαν» – θα δικαιωθούν. Αν γίνει έτσι, θα πρόκειται για μια ακατανόητη και σκανδαλώδη κρατική δυσλειτουργία.
Το ερώτημα είναι απλό: δίκαια ή άδικα τα ποσά αυτά αφαιρέθηκαν (για την ακρίβεια, «υπεξαιρέθηκαν», με τη βούλα της Δικαιοσύνης) από τους συνταξιούχους; Προσωπικά πιστεύω πως «δίκαια» (ας μου επιτραπεί η χτυπητή αντίφαση), με την έννοια ότι η πολιτική τάξη (κυβερνητικοί, συμπολιτευόμενοι και αντιπολιτευόμενοι, με διαφορετική έκαστος δοσολογία), επί μακρόν και προϊόντος του χρόνου, είχε σπρώξει τη χώρα προς τα βράχια, και καθώς αυτή είχε μείνει ξεβράκωτη και με άδειες τις τσέπες, όσοι εκείνους τους καιρούς βρέθηκαν στο τιμόνι (υπόλογοι κι αυτοί και θύτες της κρίσης, μην το ξεχνάμε) δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να μας αδικήσουν και να μας ληστέψουν. Ο Θεός ας τους συγχωρέσει!
Αφ’ ης στιγμής, όμως, η Δικαιοσύνη «αδειάζει» τις τότε κυβερνητικές αποφάσεις και αποφαίνεται υπέρ της επιστροφής των χρημάτων, η εφαρμογή της απόφασης δεν μπορεί παρά να είναι καθολική. Η αντίθετη πρακτική είναι παράλογη. Δηλ. ποιο είναι το σκεπτικό για την μη καθολική εφαρμογή; Ότι η τότε περικοπή κρίνεται εκ των υστέρων άδικη για όσους αργότερα κατέφυγαν στη Θέμιδα (άρα, αυτοί να τα πάρουν) και δίκαιη για τους υπόλοιπους (άρα, αυτοί να μην τα πάρουν); Ντροπής πράματα! Ή, είναι νοητό το κράτος να συμπεριφέρεται σαν πονηρός απατεωνίσκος και να λέει: «Κοίτα, εγώ ως πιο ισχυρός θα σε βλάψω, κι εσύ τράβα και κατάγγειλέ με!». Αυτά παραπέμπουν στους «κουτσαβάκηδες» του μεσοπολέμου ή στο θεσμό της «κρυπτείας» στην αρχαία Σπάρτη, και όχι σε σύγχρονο και σύννομο κράτος.
Είναι παράλογο να δικαιούσαι κάτι και η κυβέρνηση να σου λέει «τρέχα στους μεγαλοδικηγόρους, για να το πάρεις!». Αν αυτό δεν είναι ταπείνωση του απλού πολίτη και ανήθικη υποστήριξη των επάνω ορόφων, τότε τι είναι; Όταν ο πολίτης έπαιρνε ένα δάνειο από μια κρατική τράπεζα (τότε που είχαμε και κρατικές τράπεζες και άλλα τινά), το αποπλήρωνε – και με τόκο – χωρίς την παρέμβαση δικαιοσύνης και δικηγόρων. Όταν η πολιτεία «δανείζεται» από τον πολίτη, γιατί δεν τα επιστρέφει με τον ίδιο άμεσο και απλό τρόπο – άντε, και χωρίς τόκο; Γι’ αυτό λέμε ότι η κυβερνητική απόφαση, αν παραμείνει ως έχει, βρίθει από κουτοπονηρία, προφανή ελιτισμό και μισανθρωπία. Με μια λέξη, ζέχνει.
Δεν είναι δύσκολο, βέβαια, να σκεφτεί κάποιος ότι τη λύση αυτή επιβάλλει η οικονομική στενότης. Σωστά. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως άλλο κοστίζουν οι 150 χιλιάδες συνταξιούχων και άλλο οι δεκαπλάσιοι τούτων. Ωστόσο, ούτε αυτό ούτε άλλο συναφές επιχείρημα εκχωρεί στην πολιτεία το αμαρτωλό δικαίωμα να ξεχωρίζει τους πολίτες, να ευνοεί ή να σακατεύει, να μισεί ή να λατρεύει, να συμπεριφέρεται σα μεταπολεμικός χωροφύλαξ ή αστυφύλαξ. Η λύση πρέπει να είναι αντρίκια. Χωρίς υποκρισία, δεύτερες σκέψεις κι υπεκφυγές.
Διότι η πολιτεία, πέραν των όποιων άλλων, οφείλει να παιδαγωγεί, με τον όλο βίο της να προβάλλει εαυτόν ως πρότυπο, να δίνει την αίσθηση ότι «ούτός εστιν ο αναμάρτητος». Γιατί πίσω της συντάσσονται εκατομμύρια άτομα, και «του λόγου της» είναι υπεύθυνη για τη χάρη, την αρμονία και το ποιόν της συλλογικής συνείδησης. Τούτα σημαίνουν ότι πρέπει να βρει τη χρυσή τομή. Τουτέστιν, και τον κρατικό προϋπολογισμό να μην τινάξει στον αέρα (εμείς θα είμαστε πολλαπλάσια χαμένοι), και τα «τιμημένα γηρατειά» να μην τα προσβάλει και τα πονέσει.
Διότι οι απόμαχοι της ζωής, σαν τα μικρά παιδιά, εύκολα προσβάλλονται, πονάνε, θυμώνουν και παραπονιούνται. Τα πολλά, βλέπεις, χρόνια δεν αυλακώνουν μόνο τις παρειές του προσώπου, αλλά σκάβουν και πιο μέσα. Κι όσο η μνήμη αντέχει, η αδικία δεν αντέχεται.