Στην Ελλάδα τα Χριστούγεννα είναι μια από τις μεγαλύτερες Θρησκευτικές εορτές των Ελλήνων. Η ευχή «Καλές γιορτές» είναι από τις πιο χαρακτηριστικές κατά τη περίοδο πριν και μετά τα Χριστούγεννα μέχρι του Αγίου Ιωάννη (13ήμερο).
Σε όλη τη χώρα τα παιδιά τριγυρνούν από σπίτι σε σπίτι για να πουν τα κάλαντα τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Θεοφανίων, ενώ στις 12.00 τα μεσάνυχτα ανάβουν φωτιές για να διώξουν τους καλικάντζαρους, έθιμο κυρίως της υπαίθρου.
Στην Ελλάδα που κύριο χριστουγεννιάτικο έδεσμα είναι το χοιρινό, απαντάται και το έθιμο με το χριστουγεννιάτικο καραβάκι που όμως στη Χίο αποτελεί τοπικό έθιμο της Πρωτοχρονιάς με ομοιώματα πλοίων.
Επίσης οι εξώστες, τα παράθυρα, οι κήποι, αλλά και οι χώροι γύρω από το τζάκι σφύζουν από ανάλογη διακόσμηση γιορτινής ατμόσφαιρας.
Η πίτα που ετοιμάζεται με τον ερχομό του νέου έτους, η Βασιλόπιτα, περιέχει ένα «φλουρί», που σύμφωνα με την παράδοση, θα φέρει καλή τύχη σ΄ αυτόν που θα το βρει. Στα δε Θεοφάνια που εορτάζεται η Βάπτιση του Χριστού καθαγιάζονται τα ύδατα με ρίψεις του «σταυρού» στο υγρό στοιχείο και ανέλκυσή του από κολυμβητές, με αγιασμό των σπιτιών από ιερείς και με ιδιαίτερα κατά τόπο έθιμα.
Τρία στοιχεία απαρτίζουν γενικά τις λατρευτικές εκδηλώσεις του ελληνικού λαού: το τρυφερό θρησκευτικό συναίσθημα, η αρχαία ελληνική καταγωγή και η επιδέξια προσαρμογή στις ψυχολογικές ανάγκες της καθημερινής ζωής. Και αυτός ο σπουδαίος συνδυασμός καταφαίνεται σε όλες τις εκδηλώσεις του και τα έθιμά του τόσο τα Χριστούγεννα, και τη Μεγάλη Εβδομάδα, όσο και κατά την Αγιολατρεία κλπ. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτού του υπέροχου συνδυασμού βρίσκουμε στα κάλαντα Χριστουγέννων όπου στην ύπαιθρο τα παιδιά ψάλλοντας εκτός του μηνύματος της Γέννησης επιμένουν και σε λεπτομέρειες του τρόπου ανατροφής του «Θείου Βρέφους»:
«Γεννιέται κι΄ ανατρέφεται με μέλι και με γάλα
το μέλι τρων οι άρχοντες το γάλα οι αφεντάδες…»
Ενώ το πιθανότερο είναι ότι στη Φάτνη ο μικρός Ιησούς ούτε το μέλι ούτε το γάλα είχε τόσο άφθονο, αντίθετα με τους αφεντάδες εκτός από ένα γαϊδουράκι για τη φυγή στην Αίγυπτο. Έτσι αυτή η ιδανική ποιητική εκδοχή ψάλλεται όχι όπως πραγματικά έγινε, αλλά όπως ο ίδιος ο λαός νομίζει πως θα έπρεπε να γίνει.
Επειδή η Ελλάδα ήταν κατ΄ εξοχήν γεωργική χώρα οι αγωνίες και οι δραστηριότητες (σποράς, καλλιέργειας, αβέβαιου καιρού και συγκομιδής) του έλληνα γεωργού είναι καταφανή στα ελληνικά θρησκευτικά έθιμα. Η φωτιά στο τζάκι μέσα στο καταχείμωνο μεγαλώνει το όνειρο της σοδειάς και όλες οι εκδηλώσεις αυτής της εποχής έχουν γεωργικό χαρακτήρα. Γεωργικός λοιπόν ο χαρακτήρας των ελληνικών Χριστουγέννων.
«Εσένα πρέπει, αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι
το άξιο, το περήφανο και το στεφανωμένο.
Ας είν΄ καλά τ΄ αλέτρι σου, Θεός να το πλουταίνει
για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντρειωμένα…» (από ελληνικά κάλαντα)
Ιδιαίτερη σημασία έχει η συμμετοχή του φτωχικού σπιτιού στο μεγάλο αυτό γεγονός του Χριστιανισμού κι ας μην έχει μαρμαροστρωμένες αυλές και τόσες πολλές γίδες ή προβατίνες που ψάλλονται στα κάλαντα Πρωτοχρονιάς του Πηλίου:
«Εδώ σε τούτες τις αυλές, τις μαρμαροστρωμένες,.
εδώ χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια.
Σαν κάνουν τον ανήφορο, γιομίζ΄ ο λόγγος όλος,.
σαν κάνουν τον κατήφορο, γιομίζ΄ ο κάμπος όλος.
Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βίζουν (=βουΐζουν)
σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια.
Εμείς ολίγα τα ΄παμε κι ο Θεός να τ΄ αβγαταίνει!».
Και η κατάληξη της ευχής, της μεγάλης προσμονής, είθε ο Θεός να ευδοκήσει και να χαρίσει.
«Εμείς… ολίγα τα ΄παμε!»
Σε μερικές περιοχές όπως στην Κορινθία στην περιοχή της Νεμέας εφαρμόζεται το έθιμο της ψυχοκόρης, δηλαδή το πρωί των Χριστουγέννων όταν γυρίζουν από την εκκλησιά η έφηβη κόρη του σπιτιού τους περιμένει έχοντας βάλει πάνω στην πιατέλα όλα τα παραδοσιακά εδέσματα της Νεμέας: κουραμπιέδες, δίπλες, μελομακάρονα, τηγανόψωμα, ξεροτήγανα και γλυκά του κουταλιού. Εκτός από αυτά προσφέρουν και στον άντρα της οικογένειας Λικέρ. Επίσης το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων βάζουν ακόμα και πλαστικά κλαδιά(παλιότερα από αμπέλια) πάνω από τα τζάκια, πλένονται καλά για να μην τους κατουρήσουν όπως λένε οι καλικάντζαροι και σκεπάζουν τα γλυκά με αλουμινόχαρτα.
Στη νησιωτική χωρά, κυρίως στην νήσο της Σάμου τα Χριστούγεννα τα ζώα μέχρι να μεσημεριάσει δεν τα βγάζουν έξω διότι πιστεύουν ότι αν τα δει η Πούλια θα τους αφήσει ένα σημαδιακό αστέρι που αν έχει 6 γωνίες θα πεθάνουν και αν έχει 4 θα αρρωστήσουν.
Ακόμη και σήμερα στην Πελοπόννησο διατηρείται το έθιμο του Χριστόψωμου, όπου κάθε Χριστούγεννα οι νοικοκυρές φτιάχνουν ένα ψωμί που είναι σταυρωτά κεντημένο και την ημέρα των Χριστουγέννων το κυλούν πάνω στο τραπέζι. Αν πέσει από την ανάποδη μεριά του, η χρονιά θα πάει άσχημα ενώ αν πέσει από την καλή, θα πάει καλά και η χρονιά.
Χριστουγεννιάτικο στεφάνι
Στα χωριά συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαριφαλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους.
Διακοσμημένο με χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους φέρνει τύχη στο σπίτι. Βασική η ύπαρξη του σκόρδου στο δέσιμό του που προφυλάσσει από το κακό μάτι.
Το χριστόψωμο στην Κρήτη
Το ζύμωμα του χριστόψωμου στη Κρήτη είναι έργο θείο και έθιμο καθαρά χριστιανικό. Για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι το χριστόψωμο είναι ευλογημένο ψωμί αφού θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειας του.
Χρησιμοποιούν καλό αλεύρι και ακριβά υλικά, όπως ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλα και γαρίφαλα. Μαζεύονται οι γυναίκες του σπιτιού και μέχρι να γίνει το προζύμι, τραγουδούν, «ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει». Πλάθουν το ζυμάρι, παίρνουν τη μισή ζύμη και φτιάχνουν μια κουλούρα. Με την υπόλοιπη φτιάχνουν σταυρό με λουρίδες από τη ζύμη και στο κέντρο βάζουν ένα άσπαστο καρύδι που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το πιρούνι για να βγάλουν το «κακό μάτι» και να «καρφώσουν» την κακογλωσσιά.
Ο νοικοκύρης του σπιτιού παίρνει το χριστόψωμο, το σταυρώνει, το κόβει και το μοιράζει σε όλους όσους παρευρίσκονται στο τραπέζι, σαν συμβολισμό της Θείας Κοινωνίας, που ο Χριστός έδωσε τον Άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένεια του.
Η κουλούρα της Ζακύνθου
Οι νοικοκυρές ζυμώνουν με τον παραδοσιακό τρόπο την κουλούρα, μέσα σε ξύλινες σκάφες και με τη χρήση αλευριού πολύ καλής ποιότητας, ψιλοκοσκινισμένου, με πολλά αρωματικά βότανα και με αρκετή δόση από καρύδια, σταφίδα, κρασί και λάδι.
Αφού το στολίσουν με πολλά περίτεχνα σχέδια από το ίδιο ζυμάρι και αφού το εμπλουτίσουν με κάποιο χρυσό ή ασημένιο νόμισμα, που το αποκαλούν «ηύρεμα», το ψήνουν σε φούρνο με ξύλα και το διατηρούν ζεστό μέχρι τη βραδινή οικογενειακή ιεροτελεστία.
Παραμονή Χριστουγέννων, το απόγευμα, η οικογένεια μαζεύεται στο εορταστικό τραπέζι το οποίο φιλοξενεί στο κέντρο του, τη μεγάλη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, μια νταμιτζάνα κόκκινο κρασί και τα πιάτα για το βραδινό έδεσμα. Το έδεσμα δεν είναι άλλο από μια μπροκολόσουπα που φτιάχνεται μέσα σε λίγα λεπτά από τις νοικοκυρές και σερβίρεται με λεμόνι, ντόπιες ελιές και κρεμμύδι.
Δίπλα από την αναμμένη εστία του σπιτιού βρίσκεται ένα ποτήρι που περιέχει λάδι με κρασί και ένα θυμιατό κάτω από την εικόνα της Παναγίας με το θείο βρέφος.
Ο μεγαλύτερος άνδρας της οικογένειας παίρνει τον δίσκο με την κουλούρα στα χέρια του. Πάνω στον δίσκο ακουμπάνε τα χέρια τους όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο δίσκος με την κουλούρα μεταφέρεται πάνω από τη φωτιά στο αναμμένο τζάκι. Εκεί ο αρχηγός της οικογένειας τη σταυρώνει τρεις φορές και χύνει πάνω της λαδόκρασο, ψάλλοντας το γνωστό απολυτίκιο «Η Γέννησις σου Χριστέ…».
Η νοικοκυρά θυμιατίζει όλο το σπίτι και ένας από τους νεότερους της οικογένειας παίρνει το τουφέκι του σπιτιού και πυροβολεί από το παράθυρο στον αέρα. Τα σμπάρα συμβολίζουν την χαρμόσυνη είδηση ότι στο σπίτι αυτό γεννήθηκε ήδη ο Χριστός. Η ιεροτελεστία κρατά λίγα μόλις λεπτά και μετά αρχίζουν οι ευχές.
Η κουλούρα επιστρέφει στο τραπέζι κι εκεί ο αρχηγός τής οικογένειας αρχίζει να κόβει τα κομμάτια. Το πρώτο ανήκει στον Χριστό, το δεύτερο στον φτωχό, το τρίτο στο σπίτι και μετά στα μέλη της οικογένειας στα οποία διανέμεται κατά σειρά ηλικίας.
Το «τάισμα» της βρύσης στην Κεντρική Ελλάδα
Τα μεσάνυχτα της παραμονής των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο «τάισμα της βρύσης», σε χωριά της Κεντρικής Ελλάδας. Οι κοπέλες τα χαράματα πηγαίνουν στην πιο κοντινή βρύση για να κλέψουν το «άκραντο νερό», δηλαδή αμίλητο γιατί δεν βγάζουν λέξη σε όλη τη διαδρομή. Όταν πάρουν το νερό, αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι με την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι, και όπως γλυκό είναι το μέλι, έτσι γλυκιά να είναι και η ζωή τους.
Για να έχουν καλή σοδειά, όταν φθάνουν εκεί, την ταΐζουν με διάφορα προϊόντα όπως βούτυρο, ψωμί, τυρί, όσπρια ή κλαδί ελιάς. Έλεγαν μάλιστα ότι όποια κοπέλα πήγαινε πρώτη στη βρύση θα ήταν η πιο τυχερή όλο το χρόνο. Έπειτα έριχναν στη στάμνα που θα έφερναν το νερό, ένα βατόφυλλο και τρία χαλίκια, κλέβουν το νερό από τη βρύση και γυρίζουν στο σπίτι τους πάλι αμίλητες μέχρι να πιούνε όλοι από το «άκραντο νερό».
Με το ίδιο νερό ραντίζουν και τις τέσσερις γωνίες του σπιτιού και σκορπίζουν και τα τρία χαλίκια στο σπίτι. Στη λαϊκή μας παράδοση ο βάτος φέρνει αισιοδοξία και καλά μαντάτα και διώχνει τα ξόρκια.
«Πάντρεμα της φωτιάς»
Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων «παντρεύουν τη φωτιά», δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, δηλαδή κερασιάς και ένα με αρσενικό όνομα, συνήθως από αγκαθωτά δέντρα, δηλ. από βάτο. Βάζουν τα ξύλα στο τζάκι να καούν και ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους μπορούν να προβλέψουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό είτε για τη σοδειά τους. Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα, όπως τους καλικάντζαρους.
Στη Θεσσαλία, όταν τα κορίτσια επιστρέφουν από την εκκλησία, ανήμερα Χριστούγεννα, βάζουν δίπλα στο τζάκι κλαδιά κέδρου που τα ξεδιαλέγουν να είναι λυγερά, ενώ τα αγόρια βάζουν από αγριοκερασιά. Τα λυγερά αυτά κλαδιά αντιπροσωπεύουν τις επιθυμίες τους για μια όμορφη ζωή. Όποιο κλωνάρι καεί πρώτο αυτό είναι καλό σημάδι γιατί αυτός ο νέος ή η νέα θα παντρευτεί πρώτα.
Τα Χριστόξυλα
Σε πολλά χωριά της Μακεδονίας από τις παραμονές των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού ψάχνει στα χωράφια και βρίσκει ένα μεγάλο χοντρό και γερό ξύλο από πεύκο ή ελιά και το πάει σπίτι του. Η νοικοκυρά φροντίζει να έχει καθαρίσει το σπίτι αλλά με ιδιαίτερη προσοχή το τζάκι, ώστε να μη μείνει ούτε ίχνος από την παλιά στάχτη. Καθαρίζουν ακόμα και την καπνοδόχο, για να μην βρίσκουν πατήματα να κατέβουν οι καλικάντζαροι, τα κακά δαιμόνια όπως λένε στα χριστουγεννιάτικα παραμύθια και μαγαρίσουν το σπίτι. Βάζει λοιπόν το Χριστόξυλο στο τζάκι την παραμονή και το ανάβει αφήνοντας το να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Φώτα. Στη λαϊκή παράδοση πίστευαν ότι η στάχτη αυτή προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καίγεται, ζεσταίνεται ο Χριστός στη φάτνη.
Στη Σκιάθο, οι πιο παλιοί λένε ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα. Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του γιατί θα τον βουβάνουν. Την παραμονή των Φώτων, όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν γρήγορα και φεύγουν τρέχοντας μην τους προφτάσει ο παπάς με τον αγιασμό και τους ζεματίσει.
Οι Μωμόγεροι της Δράμας και τα Ραγκουτσάρια
Η λαϊκή φαντασία οργιάζει με τις σκανταλιές των καλικάντζαρων που βρίσκουν την ευκαιρία να αλωνίσουν στον επάνω κόσμο, τότε που τα νερά είναι «αβάφτιστα». Η όψη τους τρομακτική και οι σκανταλιές τους απερίγραπτες, αλλά και ο τρόμος τους άλλος τόσος για τη φωτιά. Στα χωριά Πλατανιά και Σιταγροί της Δράμας συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.
Η ονομασία τους προέρχεται από το μίμος ή το μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν την μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά, γυρίζουν σε παρέες όλο το δωδεκαήμερο, ψάλλοντας τα κάλαντα ή άλλους ευχετικούς στίχους.
Όταν οι παρέες συναντηθούν κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μία ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Το ίδιο έθιμο με παραλλαγές γίνεται στην Κοζάνη και τη Καστοριά με την ονομασία Ραγκουτσάρια.