Αργά τ’ Αγιαννιού το βράδυ, άνοιξα την τηλεόραση. Πάτησα το πρώτο κρατικό κανάλι κι έπεσα πάνω στην έναρξη ενός έργου του παλιού ελληνικού κινηματογράφου. Ήταν «ο μεθύστακας». Φυσικά, το είχα ξαναδεί, αλλά τώρα είχα την ευκαιρία να το ξαναδώ, και ανεπαισθήτως το «δούλεψα» μέσα μου κι έβγαλα κάποια συμπεράσματα. Και για το προκείμενο και για «συνομήλικα» θέματα.
Πρώτα – πρώτα, το έργο είναι ένα αριστούργημα. Μέσα σε 100’ ένας χείμαρρος από υπέροχες εικόνες, από θεσπέσιους ήχους, από ιερά συναισθήματα, από συγκλονιστικές ερμηνείες, από φανταστικές διαδρομές του λόγου, από πολύλογες σιωπές κι απίθανους μικρούς και σοφούς διαλόγους, όλα αυτά, λοιπόν, ορμούν στην ψυχή σου και σε κατακυριεύουν. Καταλυτικές πεντακάθαρες συγκινήσεις σε πλημμυρίζουν. Πόση ομορφιά, πόσο φως, πόση ειλικρίνεια, πόση μαγεία! Ακόμα κι η βροχή, όταν κάποια στιγμή ο Ορέστης Μακρής κοίταξε από το παράθυρο κι άνοιξε την πόρτα, έσταζε μέλι! Πόση υγεία! Παρακολουθείς και λες: «Να, κάτι που είναι τέλειο, ή, μάλλον, μια μέθεξη με όλες τις τελειότητες: και τέλεια υποκριτική παράσταση και τέλειος ζωγραφικός πίνακας και τέλεια μουσικοηχητική κατάνυξη και τέλεια ποίηση και τέλεια εικονογράφηση των ψυχολογικών αντιδράσεων και τέλεια αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας και τέλεια γλωσσική και διαλογική λιτότητα. Όλες οι τέχνες σε μία».Το έργο προβλήθηκε για πρώτη φορά στα 1950. Άρα, γυρίστηκε την ίδια χρονιά ή την προηγούμενη. Τουτέστιν, είμαστε ακριβώς στη δύση μιας δεκαετίας που ήταν η σκληρότερη από τη σύσταση του κράτους. Τα βασικά συστατικά της είναι: πόλεμος, ξενική κατοχή, εμφύλιος σπαραγμός, θάνατοι από σφαίρες, θάνατοι από πείνα, ατομικές και ομαδικές εκτελέσεις, και μύρια ακόμη άλλα. Όλες οι κατάρες του κόσμου έπεσαν πάνω μας μέσα σε δέκα χρόνια! Τώρα (στα 1950) σπρώχνουμε το κάρο να βγει από τη λάσπη, και προσευχόμαστε όλοι να πάρουμε τον ομαλό δρόμο. Το δρόμο που βγάζει σε ήρεμα νερά και σε πλαγιές με ήλιο.
Τα καταφέραμε; Μισόν αιώνα μετά, είμαστε σίγουροι: τα καταφέραμε. Τα δεκάχρονα ’50, ’60, ’70 έχουν γράψει ιστορία. Εντελώς ενδεικτικά, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, η Παξινού, ο Κακριδής, η Μαρία Κάλλας, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, ο Κάρολος Κουν, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Ανδρόνικος, κι όσα εκπροσωπεί ο καθείς συμπυκνωμένα στο χώρο του, το μεγάλο άλμα στην Εκπαίδευση (μεταρρύθμιση Παπανούτσου), η θεαματική κοινωνική κινητικότητα, η πρόοδος στις υποδομές κι η κατακόρυφη γενικότερα ανάπτυξη, όλα συμφωνούν ότι στη συγκεκριμένη τριακονταετία η Ελλάς το έκανε το χρέος της. Αυτά, ώς ένα χρονικό σημείο. Μετά κάπου κάτι στράβωσε, κι από κει φτάσαμε στο Βατερλό που ακόμα το πληρώνουμε, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο. Ασφαλώς, απέναντι στα ειρημένα θετικά υπάρχουν και τα αρνητικά, ωστόσο τα πρώτα είναι καταφανώς τα εξόχως υπέρτερα σε σύγκριση με τα δεύτερα. Δεν έγινε θαύμα, αυτά ερμηνεύονται. Συνήθως, ύστερα από έναν καταστροφικό κατήφορο έπεται ένας δημιουργικός ανήφορος. Είναι λογικό: η στέρηση προκαλεί αγωνιστική υπερένταση, και μέσα από την απελπισία, που την θεριεύουν τα ερείπια, τίκτεται η καινούρια ελπίς και συναρμολογούνται τα νέα όνειρα. Μέσα από αυτό και μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον προέκυψε κι η ταινία «ο μεθύστακας».
Σήμερα, στα 2023, είμαστε πάλι σαν στα 1950. Συμπληρώσαμε μια πλήρη ντουζίνα ετών με το κάρο πάλι στη λάσπη: οικονομική χρεοκοπία, πολιτική χρεοκοπία, θεσμική χρεοκοπία, ηθική χρεοκοπία, χρεοκοπία του κράτους Δικαίου, χρεοκοπία του αισθήματος περί δικαίου, γενικώς ΧΡΕΟΚΟΠΙΑ. Πάντως, όλα δείχνουν ότι αν δεν προκύψει ένα νέο απρόβλεπτο ναυάγιο, ξεκινάει ο χρόνος της ανασυγκρότησης, αρχίζει η επιχείρηση με το κάρο και το ξελάσπωμα. Να είμαστε αισιόδοξοι; Αυτό που περιγράψαμε παραπάνω, απ’ το ’50 ως το ’80, θα το ξανακάμουμε; Ο χρόνος θα δείξει. Με το μέρος μας είναι το γεγονός πως είμαστε Έλληνες. Όμως, όπως και να το κάνουμε, δεν είμαστε οι ίδιοι Έλληνες. Έχουμε μεν ταυτωνυμία και κοινό φυλετικό και προγονικό και κυτταρικό και πολιτισμικό οργανισμό και μηχανισμό, κι άλλα ακόμα σε – ισμό, αλλά δεν έχουμε ταυτοχρονισμό.
Απέχουμε δυο γενιές και βάλε. Άρα, καλούμαστε ν’ αναμετρηθούμε με τους εαυτούς μας, ένα πεδίο όπου οι επιδόσεις μας δεν είναι υψηλές (εμφύλιοι, Εμφύλιος, Εθνικός Διχασμός και λοιπά). Τουτέστιν χρειάζεται αυξημένη προσοχή. Πώς θα το ’λεγε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας; «Ρεμάλια, το νου σας, ρεμάλια!».