Όσο κι αν εξευγενίστηκε και εκπολιτίστηκε ο άνθρωπος, όσο κι αν προσπαθεί να εξαφανίσει τα άγρια ένστικτά του, εν τούτοις έρχονται περίοδοι – λες από µυστηριώδη δύναµη σπρωγµένες – που ξεπετιέται από µέσα του το κτήνος, σκορπάει ό,τι µε τόσο κόπο και θυσίες κατασκεύασε και θρονιάζεται κυρίαρχο στη ζωή του.
Μα, το χειρότερο είναι πως οι γενιές που ανδρώνονται σε ειρηνικές περιόδους, µε µύριους τρόπους, εκδηλώνουν τον αποτροπιασµό τους για τις βαρβαρότητες που διέπραξαν οι µεγαλύτεροι στα χρόνια του πολέµου, ενώ κι αυτοί είναι έτοιµοι να διαπράξουν τις ίδιες, ίσως και χειρότερες εκδηλώσεις κτηνωδίας ευθύς όταν το καλέσει η ανάγκη του πολέµου. Τι να πει κανείς; Θα επαναλαµβάνεται η ίδια Ιστορία όσο ζει άνθρωπος;
Κι ως πότε; Αν ποτέ να ‘ρθει ένας καιρός να ηµερέψουµε.
28η Οκτωβρίου 1940! Εκείνο το αυθόρµητο, αταλάντευτο και µεγαλειώδες «ΟΧΙ» του Πρωθυπουργού Ιωαν. Μεταξά της 28ης Οκτωβρίου του 1940, έκλεινε όλο το νόηµα του «Μολών Λαβέ» σε τρία γράµµατα, επιβεβαιώνοντας τη διαχρονικά ίδια στάση του Ελληνισµού απέναντι στις εχθρικές προκλήσεις όλων των αιώνων.
«Νυν υπέρ πάντων ο Αγών» λοιπόν!
Οι προµαχούντες πάνω στα παγωµένα βουνά της Πίνδου οι ατσάλινοι µαχητές του ’40, οι παππούδες µας, δε δειλιάζουν ούτε µια στιγµή στον πάνοπλο και πολλαπλάσιο αντίπαλο, που τους επιτίθεται µε έπαρση και πολεµούν σαν λιοντάρια για να αποκρούσουν τον εχθρό και τελικά να τον καταδιώξουν βαθιά µέσα στην Βόρεια Ήπειρο.
28η Οκτωβρίου 1940! Η λέξη «πόλεµος» δόνησε τον αέρα. Οι πιο νέοι υψώνουν τις γροθιές τους µε ενθουσιασµό, οι γεροντότεροι στέκουν σκεπτικοί µε µάτια στοχαστικά.
Και οι καµπάνες ηχούν ολόγυρα συνεπαίρνοντας καρδιές και ψυχές σαν µουσική υπόκρουση µιας γιορτής που µόλις είχε ξεκινήσει. Οι δρόµοι πληµµύρισαν από κόσµο που έτρεχε αλλοπαρµένος ή τραγουδούσε. Κάποιες γυναίκες µε δάκρυα στα µάτια έσπευδαν στα σπίτια τους προσπαθώντας να σκληρύνουν την καρδιά τους για την ώρα του αποχωρισµού. Να, λοιπόν, τι είναι πατρίδα συλλογίστηκαν.
Είναι αυτή στην οποία στέλνεις τους αγαπηµένους σου να δώσουν τη ζωή τους για χάρη της, δίχως να προφέρουν τη λέξη «µη» τα χείλη τους. Κι ας σπαράζει το µέσα τους, κι ας κλαίει η καρδιά τους.
Ο πόλεµος είχε ξεκινήσει να γράφει στα κιτάπια του, βουτώντας τον κοντυλοφόρο, του στο αίµα των ανθρώπων κι εκείνοι έσπευδαν να προλάβουν, µην τύχει και ξεµείνει από µελάνι.
Κάτω από τη σκέπη του Θεού και της Παναγίας µας, πολεµάνε τα παλικάρια µας.
Γι’ αυτό οι νίκες οι περίτρανες (Κορυτσά, Μοσχόπολη, Άγιοι Σαράντα…) παρά την υπεροχή των άλλων. Εµάς τα όπλα µας είναι αγώνας για την πατρίδα, τα σπίτια, τις γυναίκες, τα παιδιά, τους γονείς που περιµένουν. Κι αυτά είναι ανίκητα όπλα που ευλογάει η Εκκλησία µας.
Έξι µήνες κράτησε ο πόλεµος στα Αλβανικά βουνά. Μετά η µαρτυρική µας πατρίδα µπήκε στο δρόµο του Γολγοθά. Επέστρεφαν από το Αλβανικό µέτωπο οι στρατιώτες µας µ’ όποιον τρόπο µπορούσαν. Με τα ρούχα τους σκισµένα, τα κορµιά πληγιασµένα, καταπονηµένα. Με χείλη αγέλαστα και µάτια αδειανά, την πίκρα να στάζει σε κάθε κουβέντα που έβγαινε από το στόµα τους. Πώς καταπίνεται να είσαι νικητής και να γυρίζεις νικηµένος;
Σαν άνεµος που µας σκόρπισε ήταν ο πόλεµος κι η κατοχή. Σάρωσε τις ζωές η θύελλά του κι ακόµη µετράµε τις συνέπειες.
Αλήθεια, πόσα χρωστάει ένας άνθρωπος στην Πατρίδα; Πότε ένα χρέος τελειώνει;
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”