Για να ξεφύγουμε λίγο από την μονοθεματική ρουτίνα της πανδημίας, στρέφω τον φακό της στήλης στην τρέχουσα επετειακή ιστορική επικαιρότητα, καθώς τούτες τις μέρες, τω καιρώ εκείνω, έλαβε χώρα στην πόλη μας η γνωστή προεπαναστατική μυστική σύναξη. Και πλείστοι άλλοι και του λόγου μου έχουμε κατά καιρούς αρθρογραφήσει επί του προκειμένου. Ο
καθένας με τη δική του συλλογιστική. Αλλά η επανάληψη κακό δεν κάνει. Επειδή, μάλιστα, η τοπική 26η Ιανουαρίου, ήδη από τη θεσμική γέννησή της (στα 2018 έγινε ο πρώτος επίσημος εορτασμός, μετά το σχετικό προεδρικό διάταγμα του Δεκεμβρίου του 2017), δυστυχώς, νανουρίστηκε, ως μη όφειλε, από κάποιους παναγιώταρους και συναφείς κύκλους, αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω λίγα γραμματάκια. Τα εξής: ο χάρτης της Μυστικής Συνελεύσεως της Βοστίτσης χωρίζεται σε δύο κύκλους μελέτης και αποκρυπτογράφησης.
Ο ένας κύκλος ενσωματώνει ερωτηματικά που δεν συνοδεύονται από απαντήσεις, αλλά μόνον από προσωπικούς ισχυρισμούς και πολυποίκιλες απόψεις. Συνεπώς, ο καθείς, ανάλογα με την παιδεία του, τον βαθμό της ειλικρίνειάς του, τον ιδεολογικό του προσανατολισμό και τις προθέσεις του, αξιοποιεί τις γωνίες που τον βολεύουν (με την καλή σημασία) και τοποθετείται. Ενδεικτικά, αναφέρουμε μερικά βασικά (ουσιαστικά κι όχι διαδικαστικά) ερωτήματα: Υπήρξαν διαφοροποιήσεις στην τάξη των προυχόντων κι αρχιερέων ή η στάση ήταν κοινή; Έγινε πραγματικός διάλογος μεταξύ των απέναντι πόλων, δηλ. έγινε προσπάθεια κατανόησης του ενός από τον άλλον και αμοιβαίας προσέγγισης, κι αν όχι, γιατί χρειάστηκε τόσος πολύς χρόνος για να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν; Συντάχθηκε γραπτώς ή, έστω, συμφωνήθηκε προφορικά ένα τελικό κείμενο, μια κάποια απόφαση; Όλα, βέβαια, συνηγορούν ότι αν αποφασίστηκε κάτι, αυτό δεν αφορά στον απεσταλμένο της αόρατης αρχής, αλλά στους υπόλοιπους σύνεδρους. Τελικά, ο ™άλλος εγώî του Υψηλάντη απήλθε κάποια στιγμή – σίγουρα, άπελπις, αλλά – υπό συνθήκες ομαλές, ή εξεδιώχθη σκαιώς; Οι απορίες αυτές (και άλλες) μονίμως πια θα αιωρούνται, και με τη θυσιαστική κατάληξη στο Μανιάκι, η Ιστορία ατύχησε, γιατί δεν έχει και η “altera parsî” καταθέσει τη μαρτυρία της, ώστε να γίνει πιο συμπαγής ο ιστορικός λόγος.
Ο δεύτερος κύκλος του χάρτη της Συνελεύσεως, που αναφέραμε, είναι περίπου σαφής και καθαρογραμμένος. Τα μέλη της Συνελεύσεως, στο επίδικο περί της αμεσότητας του πυρός, έκριναν ™ουχ αρμόδιον τον καιρόνî, και προέκριναν την αναβολή. Δεν είναι μυστικό, πάντως, ότι το κυρίαρχο στοιχείο της Συνελεύσεως ήταν η σφοδρή αντιπαράθεση και η απόλυτη δυσπιστία ανάμεσα στους αρχιερείς και προκρίτους και στον Παπαφλέσσα, καθώς ο δεύτερος υποστήριζε με πάθος την άμεση έναρξη της επανάστασης, αλλά οι πρώτοι, χωρίς ν΄ απορρίπτουν γενικώς τον ξεσηκωμό, αφού άλλωστε οι πιο πολλοί είχαν δώσει τον ιερό όρκο της Φιλικής Εταιρείας, ωστόσο απέρριπταν μετά βδελυγμίας την καταφυγή στα όπλα, πριν ικανοποιηθούν θεμελιώδη αιτήματα, έτσι ώστε η εθνική αυτή προσπάθεια να έχει ενισχυμένες πιθανότητες αίσιας έκβασης. Η αντιπαράθεση έφτασε στα άκρα, και ο Γρηγόριος Δικαίος απειλήθηκε να συλληφθεί και να κλειστεί σε μοναστήρι. Ακόμα χειρότερα, από το νου μερικών πέρασε και η ιδέα της φυσικής του εξόντωσης, πράγμα που αν συνέβαινε, θα στιγμάτιζε αιωνίως τη Βοστίτσα ως “πόλη της ντροπής”. Και, φυσικά, στην εποχή μας, εκάστη 26η Ιανουαρίου, δεν θα είχαμε τελετές κι επισήμους, αλλά τον απόηχο της κηδείας. Ευτυχώς και γλιτώσαμε! Όσον αφορά τη στάση του ενός και των πολλών, μάλλον και οι δυο πλευρές είχαν και δίκιο κι άδικο μαζί.
Ο πρώτος – εκ του αποτελέσματος, τουλάχιστον, δικαιώθηκε – είχε δίκιο να πιστεύει “ή τώρα ή ποτέ!”, ωστόσο οι εγγυήσεις που έδινε και τα επιχειρήματα που επικαλείτο ήταν διάτρητα. Οι δεύτεροι είχαν άδικο να υπερτιμούν τους αριθμούς και να υποτιμούν τη δύναμη της – σκλαβωμένης και βασανισμένης και διψασμένης για την ελευθερία – ψυχής, από την άλλη, όμως, ποιος μπορεί να μη δικαιολογήσει τη διστακτικότητά τους για μια εθνική επιχείρηση, επιχείρηση ζωής ή θανάτου ενός έθνους, που, αν δεν είχε τη μέγιστη δυνατή οργάνωση κι αποτύχαινε, θα είχε θηριώδεις συνέπειες για τον Ελληνισμό; Αυτό δεν συνέβη σε σμικρογραφία, μόλις πενήντα χρόνια πριν, στα Ορλωφικά; Τότε δεν ήταν που η Βοστίτσα τράβηξε τον αλίμονο κι έφτυσε το γάλα της μάνας της; Ξεχνιούνται αυτά;
Πάντως, προσωπικά, με την πείρα ζωής που έχω στην ηλικία μου, αν ήμουν μέσα στη Συνέλευση, θα ήμουν, συναισθηματικά, μεν, με τον Παπαφλέσσα, κυρίως από τον ενστικτώδη πόθο της λευτεριάς, εγκεφαλικά, όμως, θα ήμουν με τους απέναντι, και λόγω της προσωπικότητας του Παλαιών Πατρών Γερμανού (είναι αναμφισβήτητη η πατριωτική του τιμιότητα) και διότι ένα μέγιστο, εθνικά, τόλμημα, απαιτεί και τη μέγιστη προετοιμασία και κινητοποίηση. Αυτά πιστεύω. Και τα λέω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, αν και στο πίσω μέρος του μυαλού μου, εδώ και ώρα, με γαργαλάει και μια φωνίτσα που ψιθυρίζει: ΪΕίσαι καλά, άνθρωπέ μου; Δε θα πεις λέξη για την αγωνία που είχαν μέσα στη Συνέλευση οι κοτζαμπάσηδες, μπας και χάσουν τα “κεκτημένα” τους; Μα, αυτός είναι κοινός τόπος στην ιστορία της οικουμένης. Μην το ξεχνάς!”. Εντάξει, φωνίτσα, over ( = ελήφθη), αλλά μίλαγε πιο σιγά! Κοιμούνται τα παιδιά.
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”