“Αµυνόµεθα
του πατρίου εδάφους!“
“ΠΑΙΔΙΑ, ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΠΑΙΔΙΑ, ΠΟΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΠΟΛΕΜΑΤΕ ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΒΟΥΝΑ…”
Το µεγάλο Έπος της Ελλάδος του 1940-1941, που θαύµασε ο κόσµος και πολλοί ξένοι το ύµνησαν, ήταν καρπός της πίστεως στον Θεό και την Παναγία αρχόντων του λαού. “Με την βοήθειαν και την ευλογία του Θεού”, έλεγε η ηµερήσια διαταγή του Αρχιστράτηγου Παπάγου, καθώς ξεκινούσε το Έπος. Κυρίως όµως ήταν καρπός της πίστεως των στρατιωτών µας. Αυτοί µάλιστα είχαν όχι λίγες εµπειρίες εµφανίσεως της Παναγίας. Την έβλεπαν να τους σκεπάζει και να τους εµπνέει. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασµα από το βιβλίο του Άγγελου Τερζάκη. Η σκηνή στην οποία αναφέρεται ο Τερζάκης, είναι µετά τη µάχη της Πίνδου. Γράφει:
– ”Ενώ το χιόνι πύκνωνε όλο και περισσότερο και το κρύο δυνάµωνε, ενώ ο χειµώνας έµπαινε µε το βήµα του βαρύ, κρουσταλλιασµένο, ο φαντάρος είχε σηκώσει το γιακά της χλαίνης, που την έφαγαν οι βροχές, έχωσε το κράνος πάνω στη µάλλινη κουκούλα που του είχε πλέξει και του έστειλε εδώ πάνω µια γυναίκα- µάνα, αδελφή, στεφανωτή- και µε το µάνλιχερ στη χούφτα, όπλο και ραβδί, προχωρούσε από τα κάτασπρα καταρράχια.
Προς τα σύνορα, ψηλά, στον άγριο Γράµµο, προς την Αλβανία. Έπρεπε τώρα να διώξει τον εχθρό από το εθνικό έδαφος, να τον κυνηγήσει όσο πιο µακριά γινόταν. Στο µέτωπο, σ’ όλη τη γραµµή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου ίσαµε ψηλά στις παγωµένες Πρέσπες, ο ελληνικός στρατός άρχιζε να έχει παντού το ίδιο όραµα: Έβλεπε τις νύχτες µια γυναικεία µορφή να προβαδίζει, ψιλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, µε την καλύπτρα της αναριγµένη από κεφάλι στους ώµους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από πάντα, του την είχανε τραγουδήσει σαν ήταν µωρό κι ονειρευότανε στην κούνια. Ήταν η µάνα η µεγαλόψυχη στον πόνο και τη δόξα, η λαβωµένη της Τήνου, η Υπέρµαχος Στρατηγός”.
Με τη δύναµή της και τη συµµαχία και τη δύναµη του Υιού της γονάτισαν οι φαντάροι µας το φασισµό, στη συνέχεια ντρόπιασαν το ναζισµό και δόξασαν την Ελλάδα. Αυτά τότε, το 1940-41.