Τους υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ρεύματος επιστρατεύει η ΔΕΗ προκειμένου να περιορίσει τις οικονομικές ζημίες που υπόκειται, εξαιτίας της κατακόρυφης αύξησης της τιμής του διοξειδίου του άνθρακα, η οποία επιβαρύνει την παραγωγή της από τους λιγνίτες
Έτσι, ενώ η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη το εννεάμηνο του 2018 μειώθηκε κατά 14,4%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου, αντίθετα η υδροηλεκτρική παραγωγή αυξήθηκε εντυπωσιακά την αντίστοιχη περίοδο κατά 103,82%. Το κόστος των ρύπων επιβαρύνει και την παραγωγή από φυσικό αέριο, γεγονός που αποτυπώνεται στη μειωμένη παραγωγή και των μονάδων φυσικού αερίου, τόσο της ΔΕΗ όσο και των ιδιωτών παραγωγών.
Συγκεκριμένα η παραγωγή ηλεκτρισμού από φυσικό αέριο μειώθηκε στο εννεάμηνο του έτους κατά 12,43%. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Χρηματιστηρίου Ενέργειας, η παραγωγή των υδροηλεκτρικών σταθμών της ΔΕΗ, αυξήθηκε τον Σεπτέμβριο κατά 102,46%, φθάνοντας στα 334.274 MWh, ενώ σε επίπεδο εννεάμηνου η αύξηση έφθασε το 103,82% σε σχέση με το εννεάμηνο του 2017.
Αντίθετα η παραγωγή ηλεκτρισμού από τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ, είναι μειωμένη κατά 10,49% σε σχέση με τα επίπεδα του Σεπτεμβρίου 2017, ενώ συνολικά στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου η μείωση της λιγνιτικής παραγωγής έφθασε στο 14,4%, σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου χρόνου.
Το Σεπτέμβριο η παραγωγή από μονάδες φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 10,54% στις 1.393.055 MWh, ωστόσο σε επίπεδο εννεάμηνου κατέγραψε πτώση 12,43% σε σχέση με τα αντίστοιχα επίπεδα του εννεαμήνου 2017. Πάντως και η παραγωγή από ΑΠΕ (αιολικά και τα φωτοβολταϊκά) σημείωσαν σημαντική άνοδο τον Σεπτέμβριο, κατά 27,50% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο 2017, ενώ στο εννεάμηνο η αύξηση περιορίζεται στο 8,97%.
Η παραγωγή των ΑΠΕ στο εννεάμηνο έφθασε τις 7.577.175 MWh, που τις κατατάσσει στην τρίτη θέση του ηλεκτροπαραγωγικού δυναμικού της χώρας, με πρώτο το λιγνίτη με 11.159.871 Mwh και δεύτερο το φυσικό αέριο στις 10.584.236 MWh. Τα CO2 πάντως, δηλαδή το κόστος των ρύπων έκλεισε την εβδομάδα που πέρασε στα 18,53 ευρώ ανά τόνο, σημειώνοντας άνοδο την Πρασκευή 19/10 κατά 0,63 ευρώ σε ποσοστό 3,52%.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη του μίγματος παραγωγής σημειώθηκε με τα επίπεδα ζήτησης να παραμένουν σχεδόν αμετάβλητα.
Συγκεκριμένα η ζήτηση το Σεπτέμβριο κατέγραψε αύξηση μόλις κατά 1,13% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, αν και συνολικά στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου η κατανάλωση ηλεκτρισμού έχει υποχωρήσει κατά 1,62%. Αξίζει να αναφερθεί ότι στο εννεάμηνο, η μόνη κατηγορία πελατών που αύξησε την κατανάλωση ήταν οι μεγάλες βιομηχανίες στην Υψηλή Τάση.
Η ζήτηση σε αυτή την κατηγορία πελατών κατέγραψε άνοδο 2,15% σε σχέση με το αντίστοιχο χρονικό διάστημα του προηγούμενου χρόνου.
Μάλιστα, ακόμα πιο θεαματική είναι η αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρισμού των βιομηχανιών στην Υψηλή Τάση σε επίπεδο μήνα, αφού τον Σεπτέμβριο η κατανάλωσή τους ανέβηκε κατά 10,18% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2017
Αντίθετα στη Μέση Τάση, που τροφοδοτεί μικρότερες βιομηχανίες και επιχειρήσεις, παρατηρήθηκε μείωση φέτος τον Σεπτέμβριο, της τάξης του 1,08% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους, ενώ πτωτική είναι η κατανάλωσή τους (- 1,36%) στο σύνολο του εννεάμηνου σε σχέση με το αντίστοιχο εννεάμηνο του 2017.
Στη Χαμηλή Τάση, δηλαδή, τα νοικοκυριά, οι επαγγελματίες και οι μικρές επιχειρήσεις, η μεταβολή ήταν οριακά θετική τον Σεπτέμβριο, στο +0,36%, αλλά σε επίπεδο εννεαμήνου παραμένει αρνητική, στο -2,38%, μια εξέλιξη που ερμηνεύεται, εν μέρει, και από τις σχετικά ήπιες καιρικές συνθήκες της φετινής χρονιάς, που δεν απαίτησαν ιδιαίτερη χρήση κλιματιστικών και άλλου ηλεκτρικού εξοπλισμού για θέρμανση και ψύξη, σε αντίθεση με το 2016.