Κάποτε, λέει, ήταν ένας βασιλιάς, που μέσα στη ματαιοδοξία του, διακήρυξε διά των φρουρών του στην επικράτεια ότι, επειδή είχε βαρεθεί τις συνηθισμένες βασιλικές φορεσιές, όποιος του έραβε μια στολή πρωτότυπη κι εντυπωσιακή, θα ανταμειβόταν … βασιλικά. Έφτασαν ράφτες από παντού, αλλά κανείς δεν ανταποκρινόταν στις ανακτορικές προδιαγραφές. Τελικά, εμφανίστηκαν και δυο απατεώνες νεαροί που έπεισαν τον ίδιο και τους αυλικούς πως θα έφτιαχναν μια αραχνοΰφαντη κι εξωπραγματική φορεσιά, απίστευτου κάλλους, αλλά που θα την έβλεπαν μόνον οι έξυπνοι άνθρωποι (κανείς δεν παραδέχεται πως είναι βλάξ).
Η συμφωνία κλείστηκε, και οι απατεώνες ρίχτηκαν τάχα στη δουλειά. Κάποτε ολοκλήρωσαν τάχα τη δυσδιάκριτη στολή, την εμφάνισαν τάχα στη βασιλική αυλή, την «καλούπωσαν» τάχα πάνω στο βασιλιά, όλοι θαύμασαν τάχα τη μαγική ωραιότητα της φορεσιάς, κι έβγαλαν στους δρόμους το βασιλιά, για να μετάσχει του θαύματος όλος ο λαός. Δηλαδή, με γυμνό οφθαλμό και στην πραγματικότητα ο βασιλιάς δε φορούσε τίποτα, αλλά κανείς εκ του περιβάλλοντος δεν τολμούσε να του το πει, κι όλοι έλεγαν πως ακτινοβολούσε μέσα στη νέα στολή. Το ίδιο κι ο λαός. Έγινε χαμός απ’ όπου πέρναγε ο βασιλιάς. Τάχα, δεν είχαν δει ποτέ τέτοια ρούχα μαγικά! Μόνον, ένας μικρός πετάχτηκε από κάποια γωνιά και λέει: «Κοιτάχτε, κοιτάχτε, ρε παιδιά, ο βασιλιάς βγήκε στο δρόμο γυμνός! Καλά, δε φοβάται μην πλευριτώσει και πάθει ζημιά;». Αυτό ήταν. Ολική ανατροπή. Σταμάτησε επί τόπου η βασιλική πομπή, έγινε σούσουρο, ακολούθησε μεγάλος σαματάς, συστάθηκε ad hocειδική εξεταστική επιτροπή, και στο τέλος και ο άρχων και οι αρχόμενοι κατέληξαν πως ο βασιλιάς ήταν όντως γυμνός, όμως ως τότε κανείς δεν είχε το θάρρος να το δει και να το πει. Έτσι, χρειάστηκε ο πιτσιρικάς, ίνα πληρωθεί το ρηθέν, ότι «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια».
Η ανωτέρω αφήγηση είναι ένα παραμύθι του μέγιστου Δανού Hans Christian Andersen,που είναι γραμμένο τάχα για μικρά παιδιά, αλλά για να διαβάζεται από … μεγάλα παιδιά. Το νόημα είναι πως οι κάθε λογής γυμνές (άρα: κάπου – κάπου υπάρχουν και ντυμένες) εξουσίες (βασιλιάδες, κυβερνήσεις, αντιπολιτεύσεις, πληρωμένοι κλακαδόροι, χαραμοφάηδες οπαδοί, ιδιοτελείς συνδικαλισμοί, προσκείμενες νεολαίες, κομματικοί στρατοί, εξωνημένοι κρατικοί λειτουργοί, εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης, κι όλη η αφρόκρεμα στην πανύψηλη πυραμίδα της προπαγανδιστικής αθλιότητας) συγκροτούν μιαν ελεεινή πραγματικότητα, που ευτυχώς δεν μπορεί να κρύβεται για πάντοτε. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή που απ’ το πουθενά θα βρεθεί ένας μικρός ή ένας τρελός, κι αυτός, παρακάμπτοντας τα προσχήματα και τις εντολές, θα δει την αλήθεια και θα πει: «Ρε παιδιά, τούτος δω είναι τσίτσιδος!». Κι αν δεν είναι μικρός ή τρελός, θα είναι απ’ το πουθενά μια «στραβή».
Αυτό ακριβώς συνέβη τη νύχτα εκείνη εκεί στα σύνορα της Θεσσαλίας με τη Μακεδονία. Είναι μια περιοχή με διαχρονικά μεγάλα εκτοπίσματα: γεωμορφολογικά, περιβαλλοντικά, ιστορικά, μυθολογικά, εθνικοαπελευθερωτικά, και λοιπά. Από παλιά, στο σημείο αυτό, «ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά, μαλώναν / το πιο θα ρίξει τη βροχή, το ποιο θα ρίξει χιόνι», όπως μας το διασώζει ο δημοτικός τραγουδοποιός. Ως φυσικός χώρος, είναι «χάρμα ιδέσθαι», μια τοποθεσία που συγκεντρώνει όλα τα κάλλη που συνοδεύουν μιαν εξαίσια ζωή: θέα, νερά, απόσκια, φυτικό οργασμό, ασταμάτητα κελαηδήματα, ιστορικούς συνειρμούς, ολύμπια αίσθηση. «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη!», όπως θα το ’λεγε ο Διονύσιος Σολωμός. Αυτήν την αποθέωση του επίγειου παράδεισου διάλεξε η «στραβή», για να ξεβρακώσει το βασιλιά και να αναδείξει το εθνικό μας κατάντημα. Να καταδείξει την αλητεία και τον αμοραλισμό του συρφετού του συστήματος. Να αποκαλύψει την ουτιδανότητα αυτών που ξελαρυγγίζονται για την Ελλάδα τάχα του μέλλοντος. Όλα αυτά, την εσχάτη ημέρα και την εσχάτη ώρα (!) του κουτσοΦλέβαρου, στα 2013. Και τώρα, τρεχάτε ποδαράκια μου!