«Προς θαλάσση, Αφροδίτης ιερόν εν Αιγίω , και μετ’ αυτό Ποσειδώνος, Κόρης τε πεποίηται της Δήμητρος και τέταρτον Ομαγυρίω Διί. Ενταύθα Διός και Αφροδίτης εστί και Αθηνάς αγάλματα. Ομαγύριος δε εγένετο τω Διί επίκλησις, ότι Αγαμέμνων ήθροισεν ες τούτο το χωρίον τους λόγου μάλιστα εν τη Ελλάδι αξίους, μεθέξοντας εν κοινώ βουλής καθ’ όντινα χρη τρόπον επί αρχήν την Πριάμου στρατεύεσθαι».
Είναι ένα απόσπασμα από τον περιηγητή Παυσανία της ύστερης αρχαιότητας, όπου καταγράφεται μια σειρά ιερών, ναών, αγαλμάτων και άλλων ειδών λατρείας στην παραθαλάσσια έκταση του αρχαίου Αιγίου, όπου από πολύ παλιά είχε λάβει χώρα η μνημειώδης σύναξη των «λόγου μάλιστα εν τη Ελλλάδι αξίων», δηλ. των πιο ξακουστών βασιλέων, στρατηγών και άλλων αξιωματούχων, προκειμένου ν’ αποφασίσουν το πλαίσιο και τις λεπτομέρειες για τη θρυλική εκστρατεία στην Τροία. Για τα μάτια της καλλίκομης και αιθέριας Ελένης. Μιλάμε, λοιπόν, για το άλσος του Ομαγυρίου Διός, που πρωταγωνίστησε στα γεγενημένα του Αχαϊκού κόσμου, πάνω από μια χιλιετία, με εντονότερη και ενδοξότερη παρουσία στους ελληνιστικούς χρόνους, όταν το Αίγιο ήταν η πρωτεύουσα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, η οποία υπήρξε η μεγαλύτερη αρχαία ομοσπονδία πόλεων – κρατών, καθώς περιλάμβανε ολόκληρη σχεδόν την Πελοπόννησο, αλλά και πόλεις – κράτη πέραν αυτής.
Από το Ομαγύριον άλσος πέρασαν, εκτέλεσαν το λατρευτικό τους καθήκον, ξαπόστασαν κάτω από τους ίσκιους του, συσκέφτηκαν, διαλέχτηκαν και δημηγόρησαν όλοι οι τότε μεγάλοι πολιτικοί ηγέτες, στρατιωτικοί, πρεσβευτές, τόσο από τις ελληνικές πόλεις, όσο και από το βασίλειο της Μακεδονίας, από τη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, από το κράτος της Αιγύπτου, από τη χώρα της Καρχηδόνος, από τα γνωστά και βαρύνοντα τότε κέντρα.
Αν, μάλιστα, είχαμε την τύχη να υπάρχει σ’ εκείνους τους χρόνους ένας Αιγιώτης συγγραφέας, «δημοσιογράφος», ιστορικός, που θ’ αποτύπωνε γραπτά τα γεγονότα, άλλη θα ήταν η φήμη και η θέση της πόλης στη ροή και στο διάβα του χρόνου. Αλλά δεν είχαμε. Τα γράφουμε αυτά, διότι από μακρού έχει αρχίσει και αδιακόπως συνεχίζεται η βούληση κάθε τόπου να αναδείξει την ιστορία του και να επανασυνδεθεί με τις ρίζες του. Δεν είναι, μάλιστα, λίγες οι περιπτώσεις που κάποιοι τόποι επινοούν ιστορικές φαντασιώσεις, αφού δεν έχουν μετρήσιμα και ζώντα στοιχεία.
Εμείς, η πόλη μας, είμαστε απ’ τους άλλους. Η γη που πατούμε ακόμα, είναι ακριβώς η ίδια που πάτησαν και οι Αιγιαλέες Πελασγοί και οι Αχαιοί κάτοικοι και οι Ίωνες κάτοικοι και οι της γεωμετρικής και της αρχαϊκής και της κλασικής και της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής και της βυζαντινής και της οθωμανικής εποχής, κι αν μπήξουμε έναν πάσσαλο προς τα κάτω, θα διατρέξει καθέτως όλες αυτές τις περιόδους . Γιατί πάντα εδώ ήμασταν και – ζωή να ’χουμε! – εδώ παραμένουμε. Έχουμε βαθύ ριζόπιασμα.
Είμαστε από καλή γενιά, που λέει κι ο ποιητής. Τούτων δοθέντων και τούτων λεχθέντων, το ζητούμενο είναι: Γίνεται το Ομαγύριον άλσος να το «αναδιατυπώσουμε»; Να το «επανεκδώσουμε»; Να το αναβιώσουμε; Τα «πού;», «πώς;», «με ποιαν προοπτική;», «μέχρι ποιο σημείο θα αντιγράψουμε;», «με πόσα και με ποια κονδύλια;» και τα συναφή, να τα συζητήσουμε. Εμείς λέμε γίνεται. Γιατί να μη γίνεται; Μόνον τα γένια του σπανού δε γίνονται, μολονότι κι αυτό εσχάτως, έτσι που τα φύλα μπλεχτήκαμε, συγκλίνει προς τη θεωρία της σχετικότητας.
Κώστας Βελαώρας