Καθώς τη φετινή Άνοιξη, που ήδη διανύουμε, συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την Άνοιξη που έφυγε για το “επέκεινα του κόσμου τούτου” ο τεράστιος για τον ελληνικό Αγώνα λόρδος Βύρωνας, σ’ αυτόν αφιερώνουμε – παραμονές της επετείου του ’ 21 – το σημερινό μας κείμενο – το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε.
Λοιπόν, ένα από τα θεμελιακά κεφάλαια της Επανάστασης είναι αυτό που αναφέρεται στους φιλέλληνες. Ήδη, από τις αρχές του 19ου αι., πολλοί Ευρωπαίοι, οπαδοί των ιδεών του φιλελευθερισμού και της ελευθερίας των Δικαιωμάτων των Εθνών, προσέγγισαν την Ελλάδα, όχι ως καθυστερημένη περιοχή στα πλαίσια της οπισθοδρομικής οθωμανικής αυτοκρατορίας, όπως πράγματι ήταν, αλλά ως την πάλαι ποτέ κραταιά πολιτισμική κοιτίδα, στο κέντρο της οποίας βρέθηκαν για πρώτη φορά ο άνθρωπος, ο πολίτης κι η δημοκρατία. Έτσι, μέσα στη συνείδηση των πολλών μορφωμένων Ευρωπαίων ο σύγχρονος Έλληνας ταυτίστηκε με τον αρχαίο πρόγονό του, και η σύγχρονη σκλαβωμένη Ελλάδα εξελήφθη ως η βιολογική συνέχεια της κλασικής περιόδου.
Προς τούτο, μεγάλες υπηρεσίες πρόσφερε το κίνημα του λογοτεχνικού και καλλιτεχνικού ρομαντισμού που αναπτύχτηκε την ίδια εποχή στην Ευρώπη και έβαλε στην πρώτη γραμμή το συναίσθημα, τον αυθορμητισμό, το συγκινησιακό στοιχείο, την ελευθερία, τον ηρωισμό, τον θαυμασμό για τη γυναίκα, τον έρωτα για την πατρίδα, την αγνότητα του αγώνα. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ήταν λογικό η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη να δει με συμπάθεια και συγκίνηση τον εθνικό μας ξεσηκωμό και να τον ερμηνεύσει ως το δικαίωμα του αρχαίου ελληνισμού να ξαναγεννηθεί από την τέφρα της.
Τη χρονιά που ξέσπασε η Επανάσταση, ο Βρετανός μέγας ποιητής Πέρσι Σέλλεϋ, κατασυγκινημένος κι ενθουσιασμένος από το θαύμα που εκτυλισσόταν σε τούτη τη γωνιά της οθωμανικής αυτοκρατορίας, έγραψε και δημοσίευσε το λυρικό δράμα «Ελλάς», με την ιαχή “είμαστε όλοι Έλληνες!”. Η ιαχή αυτή αστραπιαία πέρασε από τη μια στην άλλη χώρα σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, και μολονότι πολιτικά και καθεστωτικά η γηραιά ήπειρος ελεγχόταν αποκλειστικά από τον Μέτερνιχ και το πνεύμα του, η ιαχή “είμαστε όλοι Έλληνες!” δόνησε τις ψυχές των απανταχού γραμματισμένων και ευαίσθητων.
Μέσα σε λίγο καιρό, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη, από το “πουθενά” ξεπήδησαν «Ελληνικές Επιτροπές», που άρχισαν να ενημερώνουν τα πλήθη για τον αγώνα των Ελλήνων, να μαζεύουν χρήματα για την ενίσχυσή του, να καλούν τους μεγάλους να αναπροσαρμόσουν την πολιτική τους, να επιχειρηματολογούν από κάθε βήμα για το δίκιο των Ελλήνων, ακόμα και να στρατολογούν εθελοντές για τη συμμετοχή τους στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Πολλές τότε εκατοντάδες άτομα ήρθαν “επί τόπου” κι είπαν “παρών”.
Αρκετοί απ’ αυτούς έπεσαν στα πεδία των μαχών ή απέθαναν άλλως πως, κι έμειναν διά παντός θαμμένοι στην ελληνική γη. Ανάμεσα στους φιλέλληνες και μάρτυρες της ελευθερίας των Ελλήνων ήταν ο Άγγλος ποιητής Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον, ο γνωστός μας λόρδος Βύρων. Ο Βύρων ήταν η κορυφαία προσωπικότητα του κινήματος του Ρομαντισμού και αναγνωριζόταν παγκόσμια ως η πιο δυνατή φωνή της ποίησης. Η συμμετοχή του στον ελληνικό αγώνα προκάλεσε μεν ρίγη συγκίνησης εδώ κι ιδιαίτερη αίσθηση παντού στο εξωτερικό, αλλά ήταν η φυσιολογική πρακτική εφαρμογή κι ενδυνάμωση των ιδεών που εξέφραζε με τη θεωρία της ποίησης.
Ο θάνατός του στο Μεσολόγγι στα τριάντα επτά του χρόνια, πέραν της κατάθλιψης που προκάλεσε στον αγωνιζόμενο ελληνικό κόσμο («άκου, Μπάυρον, πόσον θρήνον / κάνει, ενώ σε χαιρετά / η πατρίδα των Ελλήνων, / κλάψε, κλάψε, Ελευθεριά!» θα γράψει ο Διονύσιος Σολωμός, αποχαιρετώντας ποιητικά τον μεγάλο νεκρό με μια μακροσκελή ωδή του), συντάραξε την Αγγλία κι όλο τον κόσμο, και σε όλα τα πολιτικά και κοινωνικά σαλόνια της Ευρώπης η Ελληνική Επανάσταση κατέστη το διασημότερο θέμα συζητήσεων, προβληματισμού και περίσκεψης. Είναι η εποχή που από την πολιτική καμαρίλα αρχίζουν να αναδύονται κάποιες ελπίδες αλλιώτικης αντιμετώπισης του ελληνικού τρέχοντος ζητήματος, κι αυτό δεν είναι άσχετο με τον αντίκτυπο που προκάλεσε ο θάνατος του Βύρωνα.
Για να συνειδητοποιήσουμε το μέγεθος του λόρδου Βύρωνα ως πνευματικού δημιουργού και ως συνεπούς εκφραστή της σύζευξης «θεωρία και πράξη», συμπληρώνουμε πως λίγες δεκαετίες μετά τον θάνατό του, προέκυψε το καλλιτεχνικό και ιδεολογικό ρεύμα που ονομάστηκε “Βυρωνισμός”, γιατί ήταν το αποτέλεσμα της επιρροής που άσκησε σε ευρύτατη κλίμακα της τέχνης και της σκέψης το έργο και το παράδειγμα του μέγιστου Άγγλου φιλέλληνα.
Ο λόρδος Βύρων απεβίωσε στις 19 Απριλίου 1824, και την επόμενη αυγή στον τόπο της θανής του, στο Μεσολόγγι, πόλη σύμβολο του αγώνα για τη λευτεριά και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, έσκισαν τα διαδοχικά στρώματα του ορίζοντα τριάντα εφτά κανονιοβολισμοί, ανά λεπτό εκπεμπόμενοι, που αντιστοιχούσαν στα 37 έτη της συγκλονιστικής αυτής προσωπικότητας. Μιας προσωπικότητας, που θυσίασε και δόξα και πλούτη και τύχη τρισεύγενη κι όλου του κόσμου τ’ αγαθά για τη δική μας ανάσταση. Μιας προσωπικότητας, ωστόσο, που η Ελλάς δεν την έχει τιμήσει όσο έπρεπε, και ο ελληνικός κόσμος δεν έχει εμπεδώσει, ως όφειλε, ότι χωρίς το κεφάλαιο «λόρδος Μπάυρον», οι πιθανότητες για την ευτυχή κατάληξη της ελληνικής επανάστασης θα έμεναν πολύ λιγότερες, γιατί ποτέ δε θα διεθνοποιείτο στο βαθμό που διεθνοποιήθηκε το ελληνικό ζήτημα και ποτέ το ελληνικό ζήτημα δε θα άγγιζε τόσο καταλυτικά υπέρ ημών το παγκόσμιο ανθρώπινο συναίσθημα.
Το «είμαστε όλοι Έλληνες!», που φώναξε ο Άγγλος ποιητής Πέρσι Σέλλεϋ, ο φίλος του και ομότεχνος, ο Τζωρτζ Γκόρντον Μπάυρον, ο λατρεμένος λόρδος Βύρωνας, το έκανε έργο ζωής και το “αυτοβιογράφησε”. Άρα, πολλά του οφείλουμε, αλλά τουλάχιστον ας ξέρουμε αυτά που μας έδωσε. Είναι στοιχειώδες καθήκον λαού μνήμην έχοντος κι ευγνώμονος!