Ειπώθηκαν τούτες τις μέρες τόσα για τον Μίκη Θεοδωράκη, που τα έτι περαιτέρω είναι περιττά. Αλλά όλοι θέλουμε να πούμε κάτι. Δικαίως. Αν αθροίσουμε το συναίσθημα όλων των Ελλήνων που παρήχθη εδώ και κοντά έναν αιώνα, διαπιστώνεται ότι ένα σημαντικό μέρος εξ αυτού πιστώνεται στον μεγάλο συνθέτη. Ιδιαίτερα στις δεκαετίες ’50, ’60 και ’70, οι ήχοι του Μίκη διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό προσωπικότητες, τρόπο σκέψης, φιλοδοξίες, ιδανικά. Μιλάμε γι’ αυτές και γι£ αυτούς που σήμερα είναι ή βαδίζουν προς τη δύση της ζωής. Είμαι απ’ αυτούς. Και σαν κι εμένα είναι μιλιούνια συν-Ελλήνων.
Στη δικτατορία, χωρίς να είμαστε στα φανερά δεδηλωμένοι αντιστασιακοί και επαναστάτες πρώτης γραμμής, συμμετείχαμε κι εμείς με τον τρόπο μας στην άρνηση υποταγής. Δηλ. η παρέα μας μαζευόμασταν και ρουφούσαμε όλη τη γλύκα και όλη τη μεγαλοσύνη που έβγαιναν από τους στίχους και τις μελωδίες του απαγορευμένου τότε δημιουργού. Προμηθευόμασταν από φιλικά πρόσωπα και στη ζούλα δίσκους βινυλίου με τα πρωτοφανέρωτα για μας και συγκλονιστικά ακούσματα (Επιτάφιος, Αρχιπέλαγος, Ματωμένο φεγγάρι, τα 18 λιανοτράγουδα, Μικρές Κυκλάδες, το Χρυσοπράσινο Φύλλο, Μαουτχάουζεν, Ρωμιοσύνη…), είχαμε εξοικονομήσει κι ένα φτηνό πικάπ, και αφού ασφαλίζαμε καλά πόρτες και παράθυρα,… ταξιδεύαμε. Μιλάω για ταξίδια ποιότητας, μέσα από τα οποία σπουδάσαμε κομμάτια βυζαντινής υμνογραφίας, γλώσσας, ποίησης, λαϊκού πολιτισμού, ιστορικών διαδρομών. Οι τελευταίες (ιστορικές διαδρομές) αναμφίβολα ήσαν καμωμένες με τα προτάγματα της αριστερής ιδεολογίας, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο που έβγαινε στην επιφάνεια. Εκείνα που μας συνέπαιρναν συντριπτικά, ήταν η ευαισθησία, το φως, η ευγένεια των λέξεων, το ήθος της συγκίνησης, το βάθος των νοημάτων.
Μπορώ να το πω χωρίς φόβο και χωρίς πάθος, πως στην υπερβολικά μεγάλη αγάπη μου για την Ελλάδα (την ιστορία της, τη γλώσσα της, τα νερά της και τα λαγκάδια της, την προσφορά της στον παγκόσμιο πολιτισμό), μια αγάπη που συνήθως σχηματοποιείται από την ύστερη εφηβεία και μετά, ίσως περισσότερο κι απ΄ τους δασκάλους κι απ΄ τα διαβάσματα κι από τα άλλα ερεθίσματα, συντέλεσε ο τεράστιος όγκος και η τεράστια δυναμική των έργων του Θεοδωράκη. Μίκη σ΄ ευχαριστώ! Σε πλήθος περιπτώσεων, αυτά φόρτωσαν και σε μένα και σ£ άλλους την ευθύνη και την υποχρέωση να διεισδύσουμε με ζήλο μέσα στην ουσία της τέχνης του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Γκάτσου, και σε όλη σχεδόν τη νεοελληνική λογοτεχνία. Και πέραν αυτής, στον Λόρκα, στο Νερούδα και, συμπληρωματικά, στην αφρόκρεμα της εντόπιας και της ξένης γραμματείας και διανόησης. Είναι περισσότερο βέβαιο κι απ΄ τις αξιωματικές προτάσεις των μαθηματικών ότι πιο επιδραστική φυσιογνωμία και, μάλιστα, σε τέτοιο επίπεδο ποιότητας, δε θα υπάρξει ποτέ πια. Γι΄ αυτό, ό,τι και να γραφεί για τον Μίκη, ό,τι και να ειπωθεί και να τελεστεί υπό μορφή λόγου και μίμησης, θα είναι λίγο. Και, μολονότι η σκανδαλολογία της δημοσιογραφίας θρηνεί δήθεν για την εμπλοκή των ημερών στα διαδικαστικά της ταφής, εγώ το βρίσκω και αυτό “σημείον” και μέτρον αξίας του νεκρού.
Η Κρήτη και η Κορινθία ξέρουν καλά γιατί πάλεψαν με νύχια και με δόντια, και για ποιον ερίζουν. Ξεχνάμε ότι επτά πόλεις διεκδικούν ακόμα τον Όμηρο; Με την ευκαιρία, ας μας επιτραπεί να σημειώσουμε ότι είχαμε και στο παλαιόν Αίγιο ανάλογο περιστατικό. Ως γνωστόν, το Αίγιο υπήρξε η έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, δηλ., κατ£ ουσίαν, η (πρώτη, με αναγωγή σε ομοσπονδιακά σχήματα, και) τελευταία πρωτεύουσα του αρχαίου Ελληνικού κόσμου. Ως τοιαύτη, ήταν τόπος διαμονής ηγετών της Ομοσπονδίας. Ένας από αυτούς ήταν ο μεγάλος στρατηγός και πολιτικός Άρατος, Σικυώνιος (Σικυών: αρχαία πόλη – κράτος, κοντά στο σημερινό Κιάτο) στην καταγωγή, αλλά μόνιμος κάτοικος της πόλης μας. Δεκαεφτά θητείες διήνυσε με την ιδιότητα του στρατηγού της Αχαϊκής Ομοσπονδίας, δηλ. του εκλεγμένου ανώτατου άρχοντα του μείζονος Ελληνισμού της εποχής. Οι πόλεις – κράτη τον λάτρεψαν. Δοξάστηκε περίπου ως ημίθεος. Παραμόνευαν, όμως, οι εχθροί της Συμπολιτείας. Ο Φίλιππος Ε΄ της Μακεδονίας, επειδή τον έβρισκε εμπόδιο στα επεκτατικά του σχέδια, τον δηλητηρίασε. Ο Άρατος το κατάλαβε, αλλά ήταν αργά. Το τέλος προσέγγιζε. Απομονώθηκε στο κονάκι του, στο Αίγιο, και περίμενε στωικά να κλείσει ο κύκλος μιας πολυτάραχης ζωής. Σε διάστημα ημερών, ο κύκλος ολοκληρώθηκε.
Το Αίγιο τον θρήνησε σαν πατέρα. Σαν πατέρα τον θρήνησε όλη η Ομοσπονδία. Την επομένη της θανής, αντιπροσωπεία Σικυωνίων κατέφτασε, για να παραλάβει τον νεκρό για τιμές και ενταφιασμό στον τόπο τους. Οι Αιγιείς δε θέλαμε ούτε να τ΄ ακούσουμε. Έγινε μακρά και σκληρή διαπραγμάτευση. Τους ικετεύσαμε, πέσαμε στα πόδια τους, χρυσούς τους κάναμε, αφού ο Άρατος εδώ ανδρώθηκε, εδώ καταξιώθηκε, εδώ τον ήξεραν και οι πέτρες που πάταγε, “ενταύθα γενέσθαι ταφάς και μνήματα πρέποντα τω βίω του ανδρός” ( = εδώ να ταφεί και να του αποδοθούν τιμές που αναλογούν σ΄ έναν τέτοιον άνδρα). Εκείνοι, ανένδοτοι, τον παρέλαβαν, σχημάτισαν πομπή προς την Σικυώνα που στη διαδρομή συνεχώς πλήθαινε, και εκεί, αφού του απέδωσαν τα προσήκοντα μέσα σε κλίμα θρηνητικού παραληρήματος και δοξαστικής αποθέωσης, “τόπον εξελόμενοι περίοπτον ( =διάλεξαν σημείο ταφής περίβλεπτο και) ώσπερ οικιστήν και σωτήρα της πόλεως εκήδευσαν”.
Από την έντυπη έκδοση “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”, 12/9/2021