Καθώς είμαστε στις παραμονές της 21 του Απρίλη, και θα ξανακουστούν τα ad hoc αντιστασιακά χιλιοειπωμένα, που σε έναν ανήλικο, αλλά και σε πολλούς ανιστόρητους ενήλικες, δημιουργούν την εντύπωση πως η συγκεκριμένη ημερομηνία, ως πολιτειακή “μεταβλητή”, υπήρξε μοναδικό και πρωτόγνωρο στη νεοελληνική Ιστορία, είναι ευκαιρία άλλοι να γνωρίσουνε κι άλλοι να θυμηθούμε ότι: στο πρώτο μισό του περασμένου αιώνα τα στρατιωτικά κινήματα και οι στρατιωτικές επεμβάσεις στην πολιτική ζωή ήταν περίπου μέρος της «κανονικότητας». Κι είχαν άλλοτε επιτυχή κι άλλοτε ανεπιτυχή κατάληξη. Άλλοτε, πάλι, οι κινηματίες είχαν ιδιοτελείς προθέσεις, άλλοτε, εθνικώς σκεπτόμενοι (μην ταράζεσαι, προοδευτικέ αναγνώστη μου!), είχαν μπροστά τους κι επικαλούνταν αντικειμενικούς κινδύνους και υπαρκτές αντιξοότητες.
Ναι, εθνικώς σκεπτόμενος, λόγου χάρη, ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος στα 1909, απογοητευμένος, όπως κι ολόκληρο το έθνος, από την προ δωδεκαετίας, στα 1897, “ήττα της ντροπής” από τους Τούρκους, την οικονομική κατάρρευση της χώρας και την ακατάσχετη παρακμή της, στάθηκε απέναντι στα παλιά κόμματα και στα Ανάκτορα, και, κατ’ ουσίαν πραξικοπηματικά, κάλεσε από την Κρήτη τον Ελευθέριο Βενιζέλο, εισάγοντας έτσι στο πολιτικό και κυβερνητικό προσκήνιο τον Λευτεράκη της Ελλάδας, χωρίς τον οποίο δεν ξέρουμε πού θα κατέληγε εκείνος ο κατήφορος, ή, εν πάση περιπτώσει, πολύ δύσκολα χωρίς αυτόν μέσα σε μικρό χρόνο θα προέκυπτε η πολεμική αρετή του ’12 – ’13 και θα διπλασιαζόταν η Ελλάδα.
Στρατιωτικό κίνημα ήταν η δράση της Εθνικής Άμυνας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στα 1916, στη Θεσσαλονίκη, όταν ο πρώην επαναστάτης του Θέρισου μετά τη ρήξη με τον βασιλιά Κωνσταντίνο απέσυρε την Ελλάδα από την ουδετερότητά της και την έβαλε στο πλευρό της Αντάντ και των Αγγλογάλλων (Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος). Άλλο στρατιωτικό κίνημα ξέσπασε στα 1922, στην πυκνή και υγρή σκιά της μικρασιατικής πανωλεθρίας, με πρωταγωνιστή τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος τύποις μεν παρέδωσε τα ηνία σε άλλους, εν τη πράξει, όμως, ο ίδιος συνείχε τους αρμούς της εξουσίας, κι ευτυχώς, διότι ο Μαύρος Καβαλάρης, πασίγνωστος για την ανιδιοτέλειά του, τον ασκητικό βίο και τον πατριωτισμό του, πρόσφερε σε δύσκολες για τον τόπο συνθήκες τα μέγιστα.
Τρία χρόνια αργότερα, στα 1925, ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, με δικό του στρατιωτικό πραξικόπημα συγκρότησε τη δική του κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας ως πρωθυπουργός την προεδρία της. Και, ναι μεν, σε κυβερνητικό επίπεδο ο Πάγκαλος δεν άφησε κάτι αξιομνημόνευτο, αλλά παρήγαγε άφθονο υλικό στα θεατρικά πράγματα, με την «κοντή φούστα» να γίνεται το πιο συναρπαστικό και ψυχοθεραπευτικό θεατρικό νούμερο. Συγκεκριμένα, ο Πάγκαλος νομοθέτησε να συλλαμβάνονται και να οδηγούνται στο δικαστήριο οι φέρουσες γυμνό ποδόγυρο, στα τριάντα εκατοστά πάνω από το έδαφος.
Ύστερα από αυτήν τη νομοθέτηση, εκτυλίχτηκαν σκηνές απείρου κάλλους στην ελληνική κυρίως πρωτεύουσα, με τους αστυνομικούς να κρατούν τις μεζούρες τους, και τα θηλυκά, για αντίδραση, ν’ ανεβάζουν τη φούστα και … να κάνουν αντίσταση. Δεκατέσσερις μήνες αργότερα, ο Γεώργιος Κονδύλης, υποστράτηγος εν αποστρατεία, απ’ το δημοκρατικό στρατόπεδο, με στρατιωτικό πάλι πραξικόπημα, ανέτρεψε τον Πάγκαλο κι έστησε τη δική του κυβέρνηση, προκηρύσσοντας πάντως εκλογές για την επιστροφή στην κοινοβουλευτική ομαλότητα, όπερ και εγένετο.
Μ’ όλα τούτα, και πολλά συναφή που παραλείπονται, θέλουμε να πούμε πως η “21η Απριλίου” που θα ξημερώσει μεθαύριο, δεν ήταν η πρώτη ούτε η δεύτερη ή η τρίτη, αλλά ως αυτόκλητος εναλλακτικός μηχανισμός διακυβέρνησης και ως καταγεγραμμένο αυθαίρετο πόνημα και νόημα ήταν – πριν από κάποιες δεκαετίες – η πολλοστή 21η Απριλίου, δηλ. μια από τις πολλές “εικοστές πρώτες” (και, πλην σκανδαλώδους απροόπτου, η τελευταία), που ο στρατός παρενέβη στο πολιτικό γίγνεσθαι κι ανέλαβε δια της ισχύος των όπλων την εξουσία. Άρα, ο Παπαδόπουλος κι η παρέα του δεν πρωτοτύπησαν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι «αφίενται των συνταγματαρχών αι αμαρτίαι».
Έτσι ήταν μαθημένος ο τόπος. Έτσι κυλούσε τότε η ιστορία. Κατ’ ανάγκην, έτσι κινούνταν και τα υποκείμενά της. Μοιάζει για δικτάτορας ο Ελευθέριος Βενιζέλος; Κι όμως, η μεγάλη αυτή προσωπικότητα κι ο κατεξοχήν εκφραστής της νεότερης και σύγχρονης ελληνικής δημοκρατίας, πρωταγωνίστησε στη δύση της ζωής του σε δύο στρατιωτικά κινήματα, στα 1933 και στα 1935, στο μεν πρώτο από τα παρασκήνια, στο δεύτερο δε από το προσκήνιο, παρέα με τον επίσης δημοκρατικό και μεγάλο Έλληνα Νικόλαο Πλαστήρα. Και τα δύο κινήματα απέτυχαν.
Το τελικό εκ των ρηθέντων συμπέρασμα είναι πως οι στρατιωτικές δικτατορίες – είτε η μνήμη τους γεννά πολλαπλά ομόηχα ή αντίθετα συναισθήματα, είτε στους καθ’ έξιν και κατ’ επάγγελμα (και στην τσεπούλα τους) δήθεν πολιτικά ευερέθιστους φέρνει ακόμη και τάση για έμετο (εδώ, η καλύτερη ιατρική συνταγή είναι νερολέμονο) – οι στρατιωτικές λοιπόν δικτατορίες, ως συντελεσμένος και κατά συρροήν τετελεσμένος απόηχος του πρόσφατου παρελθόντος, είναι κι αυτές παιδί της Νεότερης Ελληνικής Ιστορίας. Παιδί, που, προφανώς, δε μας τιμά γενικώς και δε μας κολακεύει, αλλά …. παιδί είναι.