Στη βραδιά των εκλογών του 1961, παιδόπουλο των δώδεκα Ιανουαρίων, θυμάμαι που πρωτομπήκα στην πολιτική δράση και είχα το πρώτο πολιτικό ξενύχτι. Να, πώς έγινε: πριν από την ενάτη της εσπέρας, είχαν μαζωχτεί στο σπίτι εφτά με οχτώ άντρες, όλοι απ΄ το συγγενολόι, για την ακρόαση και την καταγραφή των εκλογικών αποτελεσμάτων. Είχαμε ένα μεγάλο ραδιόφωνο, πραγματικό στολίδι, κι απόψε είχε την τιμητική του. Αυτό θα μας συντόνιζε τούτη τη νύχτα.
Πράγματι, κρεμαστήκαμε από τα χείλη του. Πέριξ του μεσονυκτίου, άρχισαν τα πρώτα χαμπέρια. “Φλάμπουρο του νομού Σερρών: Εγγεγραμμένοι: 160. Ψηφίσαντες: 137. Έλαβον …κ.λπ.”. “Κάτω Πλατανόβρυση του νομού Αχαΐας: Εγγεγραμμένοι: 108. Ψηφίσαντες: 79. Έλαβον…κ.λπ.”. Οι άντρες, άλλοτε έλαμπαν, άλλοτε μούντζωναν, υπήρχε γενικά μια ένταση. Η μανούλα πηγαινοερχόταν για τα συνήθη φιλέματα: λίγο κρασάκι, δυο μεζεδάκια, μια χούφτα ελίτσες. Ξαφνικά, όλοι σώπασαν. “Άμφισσα του νομού Φωκίδος: Εγγεγραμμένοι: 2.450 Ψηφίσαντες: 2.010 Έλαβον: Ε.Ρ.Ε. 1.510 …”. Πετάχτηκαν όλοι πάνω. “Εντάξει, δε χάνει!” είπε ο πατέρας. Και συμπλήρωσε: “Μπορεί να πάρει και υπουργείο”. Συμφώνησαν και οι άλλοι. Μιλούσαν για τον νουνό μου. Ήταν ο Κώστας Λιδωρίκης, υποψήφιος του Καραμανλή του μεγάλου, και… προαλειφόμενος για σπουδαία πολιτική καριέρα.
Οι Λιδωρικαίοι ήταν ιστορικό και μεγάλο γένος. Ο προπάππος του ήταν υψηλο-τιτλούχος στην Οθωμανική αυτοκρατορία (δηλ. τουρκοπροσκυνημένος, αλλά δε βαριέσαι! ). Ο θείος του νουνού μου, επίσης Κωνσταντίνος Λιδωρίκης, ήταν το δεξί χέρι του Λευτεράκη του Βενιζέλου, μόνιμος υπουργός των κυβερνήσεών του, τη μια της Παιδείας, την άλλη των Εσωτερικών, την τρίτη της Οικονομίας, κι ακόμα παραπέρα. Δεν είχε παιδιά, κι υιοθέτησε τον ανεψιό του, αυτόν που απόψε μας… ξενυχτάει. Κι ο νουνός μου από τους Φιλελεύθερους ξεκίνησε, συνδέθηκε όμως με τον Καραμανλή κι αλλαξοπίστησε. Η αμφίδρομη συμπάθεια κι εμπιστοσύνη τούς έδεσε στενά.
Ο Κώστας Λιδωρίκης ήταν μια ξεχωριστή περίπτωση. Ήταν εξαιρετικός δικηγόρος, και άνθρωπος πράος, μελετημένος, ευφυής και παρά φύσιν ευγενικός. Δυο φορές τον είχα συναντήσει ως φοιτητής και τον είχα συζητήσει, μου άρκεσαν όμως για να έχω γνώμη. Τώρα ξέχασα κι από πού ξεκίνησα και τι έλεγα. Α, ναι, είμαστε στη νύχτα των διαβόητων εκλογών του ‘ 61. Καθόμασταν, λοιπόν, γύρω από το μεγάλο τραπέζι και σημειώναμε τους αριθμούς που ο εκφωνητής εκφωνούσε. Κατά καιρούς ένας τα μάζευε, τα κατέτασσε κι έκανε και τις σούμες. Κάτσαμε πάνω από δέκα ώρες, από το λυκόφως ως το πλήρες ξημέρωμα, και συμπληρώσαμε πάνω από δυο πολυσέλιδα βιβλία. Στοίβες από χαρτιά και σημαίνοντα νούμερα. Τιμητικά με είχαν και μένα βάλει στο σινάφι. Κι εγώ, για να τους δικαιώσω, έδινα τον καλύτερο εαυτό μου. Εντάξει, πάνω στη βιασύνη, άλλα ξέχναγα, άλλα φούσκωνα, άλλα τα ξεφούσκωνα, αλλά δεν έφταιγα. Παιδί ήμουν, τόσο μπορούσα. Το κακό είναι πως εξαιτίας μου οι εκλογές εκείνες έχουν στιγματιστεί και ιστορικά έχουν πια καταγραφεί ως εκλογές βίας και χοντρής νοθείας. Οι κακές γλώσσες λένε ότι τότε ψήφισαν μέχρι και τα δέντρα. Δεν ξέρω αν και πόση αλήθεια έχει το προκείμενο, αλλά κι έτσι να είναι, βάζω στοίχημα ότι η ψήφος τους θα είχε περισσότερη λογική και συνάφεια από την ψήφο πολλών εξ αυτών που κινούνται γύρω μας. Σημασία έχει ότι ο Κώστας Λιδωρίκης εξελέγη, και μάλιστα πανηγυρικά. Ανοίχτηκε τότε μεγάλη πύλη για να διαβεί. Αργότερα, όμως, τα… σκάτωσε στη δικτατορία. Δεν συνέπραξε μεν, αλλά και δεν μπήκε στα χαρακώματα, όπως έκαμαν οι καπάτσοι και οι έξυπνοι.
Πάντως, για να επανέλθουμε, η “περί ης ο λόγος εγένετο”, ήταν για μένα μια νύχτα αξέχαστη. Νύχτα μαγική, μια νύχτα πρώιμης ενηλικίωσης, μια νύχτα που ως μνήμη ζει και διαρκεί ακόμα και σήμερα. Και, να, πού θέλω να καταλήξω: μεθαύριο, ανήμερα των Κωνσταντίνου και Ελένης, μεγάλη η χάρη τους, ακριβώς στις εννιά μετά μεσημβρίαν, πριν καλά – καλά λήξει της μέρας η βάρδια, και πριν κι από το πρώτο άγουρο μισοσκόταδο, όλα θα είναι γνωστά και πασίγνωστα. Όλα θα είναι σε χρόνο παρακείμενο. Και ποιος και πόσο και πόσοι και τ΄ άλλα.
Στις εννιά ακριβώς, ο εκλογικός ρομαντισμός… τετέλεσται.
Συμπέρασμα: Ναι, ο ψηφιακός ρεαλισμός κάνει θαύματα, αλλά, φευ, η μαγεία χάθηκε. Την Αλεξάνδρεια, δωδεκάχρονε, που έζησες, δε θα την ξαναβρείς κι αποχαιρέτα την!