Ας αρχίσουμε, γυρίζοντας το χρόνο πίσω: Ο Καραγκιόζης κι ο μπαρμπα – Γιώργος έπαιζαν κολτσίνα. Ρίχνει το 3 ο πρώτος. Το αρπάζει ο δεύτερος. «Ε, μπαρμπούλη,» διαμαρτύρεται ο Καραγκιόζης «έριξα το 3 και το πήρες με το 5». Κι ο μπαρμπα – Γιώργος: «Ρε, άι χάσ’ απού κει, που θα μ’ πεις ισύ τι θα πάρου! Παλιοζαρκάδ’! Δκια μ’ ειν’ η τράπουλα, κι ό,τι θέλου την κάνου!» Κι εμείς, άγουρα παιδαρέλια, στην – πρωτόγονη μεν, αλλά ευωδιάζουσα – πλατεία του υπαίθριου κινηματοθέατρου «Άστρον», στην εσχατιά της Καλλιθέας, ζούσαμε χορταστικές στιγμές ψυχικής ευφορίας και γέλιου, κι από πάνω κρέμονταν τ’ αστέρια του Θέρους. Ανεπανάληπτες νύχτες κι αδευτέρωτες μέρες!
Τις ανακαλώ συχνά, και στα δύσκολα λειτουργούν θεραπευτικά εντός μου ο απόηχός τους και η μνήμων σκέψη. Τούτα τα ολίγα, από τα έπη του Θεάτρου Σκιών. Αλλά, πού να φανταστούμε τότε, οι έρμοι, ότι αυτά συμβαίνουν και στην πραγματική ζωή, και, μάλλον, καταμεσήμερο, και, μάλιστα, ωμά, ψυχρά κι απροκάλυπτα, και όχι όπου κι όπου, αλλά στην καρδιά – στην κορφή, δηλαδή – της Δικαιοσύνης! Πού, πότε, πώς; Ας το πάρουμε απ’ την αρχή: στην περίοδο των Μνημονίων – έργο κι αυτά των αξιολάτρευτων πολιτικών μας -, ως γνωστόν οι συντάξεις κατέβηκαν κοντά στον πάτο.
Μετά την έξοδο από τα μνημόνια, οι συνταξιούχοι διά προσφυγής ζήτησαν την κήρυξη παράνομης της απόφασης των περικοπών και την επάνοδο των συντάξεων εις την προτέραν κατάστασιν. Το Ελεγκτικό Συνέδριο έκρινε την προσφυγή κι απέρριψε το αίτημα, διά λόγους «δημοσίου συμφέροντος». Δηλαδή, κατά το ανώτατο δικαστήριο με αρμοδιότητα στα συνταξιοδοτικά θέματα, οι συντάξεις καλώς πετσοκόφτηκαν. Πάμε παρακάτω: πριν από λίγο καιρό, το ίδιο δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί για το ίδιο αίτημα, που τώρα αφορούσε τους δικαστικούς που είναι στη σύνταξη, δηλ. ν’ αποφασίσουν οι ίδιοι για την τάξη τους, για τον εαυτό τους. Και, ω! του θαύματος, εξατμίστηκε το δημόσιο συμφέρον, και έκριναν πως το αίτημα είναι δίκαιο, και πως κακώς οι συντάξεις μειώθηκαν.
Εδώ κολλάει το «ε, παιδιά, μας βλέπουν!». Λοιπόν, «το ψάρι βρομάει από το κεφάλι», λέει ο λαός μας. Κι έτσι είναι. «Υπάρχει κάτι σάπιο στο βασίλειο της Δανιμαρκίας» έγραφε ο Σαίξπηρ, και μας πάει γάντι. Τα εν λόγω καμώματα είναι η επιτομή της φιλοχρηματίας, του κυνισμού και της ιδιοτέλειας. Κι ακόμα χειρότερα, παραβιάζουν ασύστολα όλα τα συνταγματικά και δημοκρατικά αναχώματα: ισότητα, ισονομία, ίση μεταχείριση, ίσα δικαιώματα, ίση αντιμετώπιση, και, γενικώς, ό,τι εμπεριέχει είτε αυτοτελώς είτε εν συνθέσει το μικρόσωμο επίθετο “ίσος – η – ο”.
Η παραπάνω στάση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που χρησιμοποιεί «δύο σταθμά και δύο μέτρα», άλλο δηλ. για τον εαυτό του και άλλο για τους έτερους, είναι – όχι ενδεικτική, αλλά – αποδεικτική ότι είμαστε σε κατακόρυφο κατήφορο. Όταν το ανώτατο θεσμικό όργανο, κανακεύει σκανδαλωδώς – και καταμεσήμερο, είπαμε – το τομαράκι του, γράφοντας την κατακραυγή της κοινής γνώμης στ’ … άγραφα, είναι φανερό πως στον τόπο μας η ντροπή είναι σε ολική έκλειψη. Κι επειδή η δικαστική εξουσία είναι – εκ των τριών εξουσιών – ο κατεξοχήν θεσμικός παράγων, που διά του παραδείγματός του εκπαιδεύει, νουθετεί και διδάσκει, σχετικά με την έννοια της δικαιοσύνης, ποιο ακριβώς πρότυπο προτείνει σε μας, τους κοινούς θνητούς, και, ιδίως. στον νεαρόκοσμο; Προφανώς, το γνωστό με το μαχαίρι και το πεπόνι. Ή, το ισοδύναμο, με τα γένια και τα χτένια.
Ο Θουκυδίδης, στον μνημειώδη διάλογο Αθηναίων- Μηλίων, το λέει ορθά – κοφτά: «Δυνατά οι προύχοντες πράσσουσι, και οι ασθενείς ξυγχωρούσι», ό έστι μεθερμηνευόμενον, και με απλά λόγια: οι ισχυροί επικρατούν γιατί είναι ισχυρότεροι , και οι ανήμποροι συμβιβάζονται με την ανημπόρια τους. Είκοσι πέντε αιώνες μετά, «όλα τριγύρω αλλάζουνε, αλλά για τη δικαστική εξουσία όλα τα ίδια μένουν». Να μας ζήσετε, δερβίσηδες, και καλοφάγωτα!