Τότε, στη δεκαετία ’60, η διαδροµή Αίγιο – Αθήνα µε το λεωφορείο ή τον οτοµοτρίς ήταν ως εγγύτατα 5 ώρες. Ολόκληρο ταξίδι, και διά τούτον τον λόγο εµείς, οι φοιτητές της πρωτεύουσας, αραιά και πού επιστρέφαµε στο πατρικό µας. Κατά κανόνα: Χριστούγεννα, Πάσχα και καλοκαίρι. Η υπόλοιπη επικοινωνία µε τους δικούς µας γινόταν αποκλειστικά δι’ αλληλογραφίας. Στα ενδιάµεσα υπήρχε κενό µε σκοτάδι. Γι’ αυτό κι η µανούλα, κάθε φορά που ξανάφευγα, επαναλάµβανε µονότονα, κι εγώ τσαντιζόµουνα: «Μόλις φτάσεις, γράψε σ’ ένα χαρτί “έφτασα”, και στείλ’ το. Κι έτσι να κάνεις κάθε λίγο και λιγάκι. Γράφε µόνο “είµαι καλά” και τίποτ’ άλλο».
Σε σχέση µε τις µέρες µας, όλοι ξέρουµε ότι τότε ήµασταν ακόµα στα σπήλαια: πρωτόγονοι δρόµοι, πρωτόγονα τρένα, πρωτόγονες λειτουργίες, πρωτόγονες επικοινωνίες, πρωτόγονοι χειρισµοί.
Σήµερα είµαστε σε άλλα επίπεδα: ηλεκτρονικά µοντέλα, τηλεχειριστήρια, ηλεκτρονικοί αισθητήρες, ιστότοποι και διαδίκτυα, δορυφορικοί σταθµοί και κοινωνικά δίκτυα, κινητά, ψηφιακές πλατφόρµες, κωδικοί, συστήµατα, παρασυστήµατα και … δε συµµαζεύεται. Όσα και ν’ αλλάξουν, όµως, η µανούλα παραµένει πάντα µανούλα. Από την αυγή του κόσµου ώς τη δύση, όποτε κι αν αυτή προκύψει. Μανούλα άλλης εποχής κάθε φορά, αλλά πάντα µανούλα. Και πάντα, σε κάθε αποχωρισµό, η ίδια δευτερεύουσα χρονική (χρονικο – υποθετική, για την ακρίβεια) πρόταση της µανούλας: «µόλις φτάσεις,…».
Κι εδώ, ανάλογα µε την εποχή, αλλάζει η παρακλητική Προστακτική ή η προτρεπτική Υποτακτική της κύριας πρότασης. Αλλά η χρονική (χρονικο – υποθετική, για την ακρίβεια) πρόταση παραµένει ατόφια. Αιώνες τώρα. Κι από προχτές, από ένα λάθος “κλειδί” – πανάθεµά το! – η πρόταση η χρονική (για την ακρίβεια: χρονικο – υποθετική), ξέκοψε κι από την προτρεπτική Υποτακτική κι απ’ την παρακλητική Προστακτική, κι αχολογάει στα Τέµπη: Μόλις φτάσεις, µόλις φτάσεις, µόλις φτάσεις, µόλις φτάσεις …..ΑΚΟΥΕΙ ΚΑΝΕΝΑΑΑΑαααααας………
Κάβα Βήτα
Από την εφημερίδα “ΤΥΠΟΣ ΤΗΣ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ”